Πώς σκέφτονταν οι σημερινοί υπουργοί για τους νέους πριν από τρεις δεκαετίες
 

Η μικρή Μαριέττα κι ο μικρός Βύρων


Καθώς πλησιάζει η μέρα που η εκκολαπτόμενη «μεταρρύθμιση» στο χώρο της ανώτατης παιδείας θ' αποκτήσει συγκεκριμένο πρόσωπο, η προσοχή επικεντρώνεται σε δύο κυρίως κυβερνητικά στελέχη που -λόγω θέσης- είθισται να παίζουν κρίσιμο ρόλο σε τέτοιες περιστάσεις.

Αναφερόμαστε στον υπουργό Παιδείας (που εξαγγέλλει τις αλλαγές κι έχει την ευθύνη για την πολιτική διαχείριση των όποιων αντιδράσεων) και Δημόσιας Τάξης (που αναλαμβάνει το πρακτικό μέρος της υπόθεσης, αν οι αντιδράσεις ξεπεράσουν τα προβλεπόμενα όρια).

Είναι προφανές ότι οι απόψεις, η ιδιοσυγκρασία αλλά και η προγενέστερη «κινηματική» εμπειρία των προσώπων που κατέχουν αυτά τα πόστα μπορεί ν' αποδειχθεί κρίσιμη για την τύχη του εκάστοτε μεταρρυθμιστικού εγχειρήματος -ιδίως στις περιπτώσεις που αυτό το τελευταίο κριθεί κάπως αντιδημοφιλές. Η ακαμψία του κ. Αρσένη απέναντι στη μαθητική εξέγερση του 1998-99 τσαλάκωσε οριστικά το πολιτικό του προφίλ, ενώ το 1990-91 το δίδυμο Κοντογιαννόπουλου-Βασιλειάδη αποδείχτηκε μοιραίο για την κυβέρνηση Μητσοτάκη, που όχι μόνο υπέστη την πρώτη σοβαρή ήττα της αλλά και στιγματίστηκε ανεξίτηλα ως κυβέρνηση αίματος και παρακράτους.

Οπωσδήποτε είναι πολύ νωρίς για να στοιχηματίσει κανείς πάνω στις προοπτικές του σημερινού υπουργικού ντουέτου, αφού αγνοούμε ακόμα και την τελική βερσιόν των «ριζικών τομών» που εξαγγέλλονται τακτικά από αρμόδια χείλη. Υπάρχει όμως ένα δεδομένο που δεν μπορούμε να παρακάμψουμε: η προσωπική εμπειρία των εν λόγω υπουργών από το φοιτητικό κίνημα. Και οι δυο τους υπήρξαν ηγετικά στελέχη της ΟΝΝΕΔ την εποχή της Μεταπολίτευσης. Εμπειρία βέβαια κάπως ιδιόρρυθμη, αφού στελέχωναν μια κυβερνητική νεολαία με ανύπαρκτη έως άκρως περιθωριακή συμμετοχή σε ό,τι συνέβαινε στο (μαχητικό αλλά αριστεροκρατούμενο) φοιτητικό κίνημα της εποχής.

Μια ξεχασμένη συζήτηση

Πώς έβλεπαν οι σημερινοί υπουργοί το φοιτητικό (και γενικότερα το νεανικό) κίνημα της Μεταπολίτευσης; Το ερώτημα δεν έχει καθόλου «ιστορικό» χαρακτήρα, αφού -όπως διαπιστώνουμε από τις κατά καιρούς δηλώσεις, συνεντεύξεις και «διαρροές» των αρμόδιων κυβερνητικών επιτελείων- διακηρυγμένος στόχος της όλης «μεταρρύθμισης» είναι ακριβώς το ξεκαθάρισμα της μεταπολιτευτικής κληρονομιάς στα ελληνικά ΑΕΙ -από τη φοιτητική συμμετοχή ή τις ευαισθησίες περί πανεπιστημιακού ασύλου μέχρι τη δυνατότητα των σπουδαστών να επιλέγουν οι ίδιοι το ρυθμό και τη διάρκεια των σπουδών τους.

Ευτυχώς, διαθέτουμε μια αρκετά αυθεντική καταγραφή των (τότε) απόψεων των δυο κυβερνητικών στελεχών. Πρόκειται για τα πρακτικά μιας συζήτησης μεταξύ εκπροσώπων των πολιτικών νεολαιών που οργάνωσε το Μάρτιο του 1977 η «Καθημερινή», με συντονιστή τον δημοσιογράφο Σπύρο Κατσίμη κι ενεργό συμμετοχή τής τότε εκδότριας της εφημερίδας, Ελένης Βλάχου. Το πλήρες κείμενο δημοσιεύτηκε από την εφημερίδα σε ειδικό φυλλάδιο με τίτλο «Ο κόσμος που θέλουν οι νέοι μας».

Στη συζήτηση μετείχαν, μεταξύ άλλων, και πρόσωπα της σημερινής δημόσιας ζωής. Την ΚΝΕ εκπροσώπησαν λ.χ. οι Αλέκος Αλαβάνος και Παναγιώτης Λαφαζάνης, ενώ δυναμικές παρεμβάσεις έκανε ο γνωστός Ντάνος Κρυστάλλης, εκπρόσωπος τότε της Νεολαίας ΕΔΑ. Με βάση τα σημερινά δεδομένα, ωστόσο, αυτό που κυρίως παρουσιάζει ενδιαφέρον είναι οι τοποθετήσεις των δύο εκπροσώπων της ΟΝΝΕΔ: της Μαριέττας Γιαννάκου και του Βύρωνα Πολύδωρα.

Η «μη καπιταλιστική» Ελλάδα

Χάρη στον πληθωρικό χαρακτήρα του, ο νυν υπουργός Δημόσιας Τάξης σαφώς ηγεμόνευσε από νεοδημοκρατικής πλευράς στη συγκεκριμένη συζήτηση. Πρώτη φροντίδα του υπήρξε, σύμφωνα με το πνεύμα της εποχής, η καταγγελία της εισαγωγής ξενόφερτων μοντέλων στη χώρα μας:

«Στις θέσεις προηγούμενων ομιλητών διέκρινα μια μεγάλη δόση αυθαιρεσίας, δημοκοπίας και συνθηματολογίας. Είναι το 'ταξικό πλησίασμα' των ελληνικών πραγμάτων. Δεν υπάρχει ταξικό πρόβλημα στην Ελλάδα. Η πάλη των τάξεων, ιστορικά, έχει ένα και μόνο νόημα: την απαλλαγή των καταδυναστευομένων από τους καταδυναστεύοντες, την απελευθέρωση των δούλων, την εξίσωση μεταξύ πληβείων και πατρικίων, μεταξύ φεουδαρχών και δουλοπαροίκων. Στην Κεντρική Ευρώπη και Αγγλία ταξικό πρόβλημα υπήρξε, και φυσικά δικαιολόγησε το επακόλουθο της πάλης. Στην Ελλάδα όμως άλλες ιστορικές συγκυρίες (Τουρκοκρατία κ.λπ.) δεν επέτρεψαν την ανάδειξη μιας ταξικής δομής της ελληνικής κοινωνίας.

Το να μιλάμε για ταξική πάλη στην Ελλάδα είναι αδικαιολόγητο και προδίδει την προσπάθεια ορισμένων να εισάγουν μαρξιστικά μοντέλα στην ελληνική ζωή, έστω και αν δεν επαληθεύονται από την πράξη» (σ. 62).

Μετά την ταξική πάλη, σειρά πήραν οι σχέσεις παραγωγής. Ο Βύρων Πολύδωρας κατακεραυνώνει ανελέητα όσους διανοούνται ότι στην Ελλάδα υπάρχει καπιταλισμός:

«Εγινε λόγος για κάποια καπιταλιστική κρίση. Αυτό ποσώς ενδιαφέρει τους Ελληνες νέους. Δεν υπάρχει εδώ στην Ελλάδα καπιταλισμός, ούτε γόνιμο έδαφος για την ανάπτυξή του. Επομένως, δεν υπάρχει και η κρίση που διατείνονται.

Υπάρχουν πολλοί θεωρητικοί της οικονομίας και της πολιτικής, που διαβλέπουν μια σύγκλιση του καπιταλισμού με το σοσιαλισμό. Τα πάντα στην οικονομία και στην πολιτική σήμερα κρίνονται και μπαίνουν στην πράξη με βάση το κριτήριο του μείζονος κοινωνικού οφέλους. Αυτό υπηρετεί και η κυβέρνηση του Καραμανλή στην Ελλάδα.

Δεν μπορούμε να χαρακτηρίσουμε την ελληνική δομή των πραγμάτων σαν καπιταλιστική, όταν έχουμε δωρεάν Παιδεία και τους τραπεζικούς μηχανισμούς υπό τον έλεγχο του κράτους» (σ. 25).

Λιγότερο ομιλητική, η Μαριέττα Γιαννάκου θα περιοριστεί σχεδόν αποκλειστικά στο ζήτημα της ΕΟΚ, απαριθμώντας τις αναμενόμενες θετικές επιπτώσεις από την ένταξη της Ελλάδας. Κεντρική θέση στην παρέμβασή της κατέχει η επαγγελία μιας ταχύρυθμης εκβιομηχάνισης, χάρη στα ευρωπαϊκά κεφάλαια που (υποτίθεται ότι) θα κατέκλυζαν τη χώρα μας: «Με την ένταξή μας στην ΕΟΚ θα γίνει δυνατή η χρηματοδότηση -σε μεγαλύτερο βαθμό- βιομηχανικών επενδύσεων με ευρωπαϊκά κεφάλαια και η εφαρμογή προηγμένης τεχνολογίας και συγχρόνων οργανωτικών μεθόδων στον βιομηχανικό τομέα. Θα δημιουργηθούν κοινές επιχειρήσεις με ελληνοευρωπαϊκά κεφάλαια και θα απορροφηθούν βαθμιαία ελληνικά χέρια, που αυτή τη στιγμή ασχολούνται σε βιομηχανίες του εξωτερικού. [...] Ο δρόμος που χάραξε μέχρι σήμερα η ΕΟΚ, με συναντήσεις κορυφής και αποφάσεις διαφόρων επιτροπών, οδηγεί στην πλήρη και βελτιωμένη απασχόληση μέσα στην Κοινότητα» (σ. 73).

Τρεις δεκαετίες αργότερα, ξέρουμε πια πόσο αφελής υπήρξε η πίστη στις ευεργετικές συνέπειες των «συναντήσεων κορυφής» και των «αποφάσεων διαφόρων επιτροπών».

Τα όρια της «ωριμότητας»

Η δεύτερη (και τελευταία) παρέμβαση της σημερινής υπουργού αφορούσε την απόρριψη του αιτήματος για ψήφο στα 18 (κι όχι τα 21, όπως ίσχυε ώς το 1982). Η επιχειρηματολογία της ίσως ξενίσει όσους θεωρούν σήμερα κάποια πράγματα αυτονόητα: «Ο νέος των 18 ετών», εξήγησε, «λόγω των ειδικών κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών της Ελλάδος, δεν έχει αποδεσμευθεί από την οικογένειά του και βρίσκεται σ' ένα περιβάλλον που δεν του επιτρέπει να έχει 'συναίσθημα ευθύνης' [...] Πιστεύουμε ότι σήμερα, άμεσα, δεν πρέπει να δοθεί ψήφος στους νέους των 18 ετών» (σ. 36).

Γλαφυρότερος υπήρξε, φυσικά, ο κ. Πολύδωρας. Ξεκίνησε διακηρύσσοντας πως «ο νέος πρέπει να συμμετέχει παντού, συνεπώς και στην πολιτική», για να βάλει αμέσως μετά τα πράγματα στη θέση τους:

«Νομίζουμε ότι ο νέος των 18, στην Ελλάδα, για πάρα πολλούς λόγους δεν έχει ένα υψηλό αίσθημα ευθύνης, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι ανεύθυνος πολίτης. Αντίθετα, έχει αποδείξει ότι είναι ένας αγωνιστής που ξέρει και αγωνίζεται για τις αξίες της ζωής, για τα ιδεώδη, όπως είναι η εθνική ανεξαρτησία, η δημοκρατία, η κοινωνική δικαιοσύνη. Μιλάμε όμως για μια εξειδικευμένη έννοια της ευθύνης. Γιατί η ευθύνη γεννάται κυρίως από τις καταστάσεις μέσα στις οποίες εκτίθεται το άτομο.

Πιστεύουμε ότι δεν έχει εκτεθεί επαρκώς ο Ελληνας νέος μέσα σε καταστάσεις, ώστε να μπορεί με μια ειδική υπευθυνότητα να αποφανθεί με μια ψήφο για την εκλογή των αντιπροσώπων του στη Βουλή. Θα πρέπει να γίνει οικονομικά αυτεξούσιος και κοινωνικά ανεξάρτητος. Οπως είναι διαμορφωμένη η δομή τής ελληνικής κοινωνίας, μ' ένα θεμελιώδη λίθο την οικογένεια -από την οποία ο νέος εξαρτάται ίσως μέχρι τα 25 του χρόνια- είναι πολύ δύσκολο να θεωρήσουμε αυτόν τον εξαρτημένο νέο ένα εξαιρετικά υπεύθυνο άτομο» (σ. 33).

Ελευθερία υπό «αυτοπεριορισμόν»

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει τέλος ο νεανικός προβληματισμός του σημερινού υπουργού Δημόσιας Τάξης πάνω σε ζητήματα ελευθερίας:

«Ελευθερία, ανεξαρτησία, κοινωνική δικαιοσύνη και δημοκρατία είναι κοινωνικοπολιτικές αξίες. Ο άνθρωπος ικανοποιεί τις επιθυμίες του σ' ένα δημοκρατικά διαμορφωμένο κοινωνικό περιβάλλον, όπου η ελευθερία του ενός δεν πρέπει να συγκρούεται με την ελευθερία του άλλου. Πιστεύουμε ότι η ελευθερία ολοκληρώνεται με τον αυτοπεριορισμό της, δηλαδή αποφεύγοντας να γίνει ασυδοσία ή αναρχία. Με την έξαρση της αναρχίας έρχεται συνήθως η τυραννία στη μοντέρνα μορφή της στρατιωτικής δικτατορίας ή κάποιου ολοκληρωτισμού, κάποιου χρώματος» (σ. 59).

Εξίσου σαφής είναι η αυθεντική από μέρους του ερμηνεία της «ασυδοσίας» και της «αναρχίας»: «Μόνον η υπεράσπιση των θεσμών συντηρεί τη δημοκρατία. Οι κάποιες τάσεις για άμεση προβολή όλων ανεξαιρέτως των αιτημάτων και διεκδικήσεων, ουσιαστικά θίγουν τη δημοκρατία, όταν μάλιστα η σύγκρουση αφορά στην εφαρμογή ή όχι ενός νόμου ή μιας θεσμικής αποφάσεως που έχει βγει μέσα από τον λαό» (σ. 60).

Η συζήτηση διεξάγεται σε εποχή που κάθε πολιτικοποιημένος άνθρωπος όφειλε να παραθέτει τις πηγές της θεωρητικής κατάρτισής του. Ο κ. Πολύδωρας δεν μπορούσε ν' αποτελέσει εξαίρεση:

«Αμφισβητώ σοβαρά αν η ελευθερία σαν αξία υπάρχει στον μη κοινωνικό άνθρωπο. Γιατί, όπως διαβάζουμε στο περί ελευθερίας άρθρο του πρωθυπουργού μας Κ. Καραμανλή, 'ένας γάμος επιτρέπεται μόνον: ο γάμος της ελευθερίας με τη δημοκρατία'. Μ' αυτό διαδηλώνεται ότι δεν μπορεί να υπάρξει ελευθερία χωρίς δημοκρατία» (σ. 36-7).

Εκτός από το βαθυστόχαστο αρχηγό, δύο ακόμα διανοητές έχουν την τιμή ν' αναφερθούν, έστω και σε υποδεέστερη χωροχρονικά θέση. Ο ένας είναι ο Μοντεσκιέ. Ο άλλος είναι «ο σύγχρονος πολιτικός επιστήμονας Samuel Ρ. Huntington» -ο πασίγνωστος στις μέρες μας θεωρητικός της «σύγκρουσης των πολιτισμών». Το τσιτάτο του που επικαλέστηκε ο κ. Πολύδωρας είναι από κάθε άποψη αποκαλυπτικό: «Μπορείς να έχεις τάξη χωρίς ελευθερία, αλλά δεν μπορείς να έχεις ελευθερία χωρίς τάξη».

 

(Ελευθεροτυπία, 18/3/2006)

 

www.iospress.gr