Βαριά καταδίκη της Ελλάδας επειδή δεν κατεδάφισε ένα μικρό αυθαίρετο κτίσμα
Ενας τοίχος και η δική του ιστορία
«Απόφαση-βόμβα του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου»
(«Ε», 17/11/2006)
Αν η πρόσφατη «ευρωκαταδίκη» της Ελλάδας στο θέμα της βουλευτικής ασυλίας
γνώρισε ιδιαίτερη δημοσιότητα, άγνωστη παραμένει μια κάπως παλιότερη απόφαση του
Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η οποία από πολλές απόψεις
ανατρέπει τα δεδομένα σε ένα εξαιρετικά κρίσιμο ζήτημα. Σύμφωνα με την απόφαση
αυτή, το Ελληνικό Δημόσιο καταδικάστηκε -και υποχρεώθηκε να καταβάλει σημαντική
χρηματική αποζημίωση- επειδή τα αρμόδια όργανά του αποδείχθηκαν ανίκανα να
εκτελέσουν μια δική τους τελεσίδικη πράξη και να κατεδαφίσουν, ως όφειλαν και
όπως είχαν τα ίδια κρίνει, ένα μικρό αυθαίρετο κτίσμα. Η καταδίκη αυτή της χώρας
ανοίγει το δρόμο σε χιλιάδες παρόμοιες προσφυγές, καθώς η άρνηση των ελληνικών
αρχών να τηρήσουν την ισχύουσα νομοθεσία και να κατεδαφίσουν κτίσματα που έχουν
κριθεί τελεσίδικα αυθαίρετα και κατεδαφιστέα αποτελεί τρέχουσα πρακτική,
υπεύθυνη σε μεγάλο βαθμό για την οικιστική ασυδοσία που έχει επικρατήσει στις
τουριστικές περιοχές της χώρας - και όχι μόνο σ' αυτές.
Η ιδιαίτερη σημασία της συγκεκριμένης απόφασης είναι, πιστεύουμε, προφανής: οι
πάντες γνωρίζουν ότι στην Ελλάδα παραμένουν συνήθως ατιμώρητοι τόσο εκείνοι που
ευθύνονται για την ανέγερση αυθαίρετων οικοδομών όσο και οι αρμόδιες υπηρεσίες,
οι οποίες, ακόμη και στην περίπτωση που κρίνουν ένα παράνομο κτίσμα κατεδαφιστέο,
«κωλύονται» κατά ένα μαγικό τρόπο να εφαρμόσουν μέχρι τέλους τις σχετικές
αποφάσεις τους. Ετσι, οι θιγόμενοι πολίτες αποθαρρύνονται να ξεκινήσουν μια
χρονοβόρα και επίπονη γραφειοκρατική διαδικασία με αμφίβολα αποτελέσματα, ενώ
αποθρασύνονται οι παραβάτες, βέβαιοι ότι, όπως κι αν εξελιχτούν τα πράγματα,
κανείς δεν πρόκειται να βάλει χέρι στο αυθαίρετο κτίσμα τους. Από την πλευρά
τους, οι αρμόδιες υπηρεσίες αισθάνονται κι αυτές ήσυχες και εξασφαλισμένες: οι
πολίτες σπανίως έχουν τη δυνατότητα να τις εγκαλέσουν για πλημμελή άσκηση των
καθηκόντων τους.
Στο κλίμα αυτό, η καταδίκη της Ελλάδας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο επειδή δεν
στάθηκε ικανή να γκρεμίσει έναν παράνομο τοίχο που είχε κριθεί κατεδαφιστέος
δημιουργεί ένα προηγούμενο με ξεχωριστή βαρύτητα. Δεν πρόκειται απλώς για τον
γνωστό «διασυρμό» που υφίσταται κάθε ευρωπαϊκή χώρα όταν σωρεύει καταδίκες από
το συγκεκριμένο δικαστήριο. Τα ζητήματα που θα κληθεί να αντιμετωπίσει το
Ελληνικό Δημόσιο είναι απτά και απολύτως υλικά: κατ' αρχάς, η χώρα υποχρεώνεται
να αποζημιώσει τους πολίτες που, έχοντας απαυδήσει από την αδυναμία ή/και την
αδιαφορία των εγχώριων διοικητικών οργάνων, υπηρεσιών και αρχών, καταφεύγουν στο
Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για να βρουν εκεί το δίκιο τους. Ταυτόχρονα, διευκολύνονται
οι θιγόμενοι όχι μόνο να ζητήσουν την πειθαρχική δίωξη των υπευθύνων, αλλά και
να προχωρήσουν σε αγωγές, ζητώντας την αποζημίωσή τους από τα αρμόδια όργανα και
τους υπαλλήλους που αρνήθηκαν να εκτελέσουν τελεσίδικες αποφάσεις για άμεση
κατεδάφιση κάποιας αυθαίρετης κατασκευής.
Εξ όνυχος...
Η υπόθεση που έφτασε προ καιρού στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο μοιάζει με μια πρώτη
ματιά ασήμαντη. Στην ουσία πρόκειται για μια ακόμη ιστορία καθημερινής
γραφειοκρατικής τρέλας, εξαιρετικά κοινότοπη για τα ελληνικά δεδομένα, η οποία,
ωστόσο, χάρη στο αίσιο τέλος της, μπορεί να αποδειχθεί καταλυτική. Αξίζει να την
παρακολουθήσουμε, πιάνοντας το νήμα από την αρχή:
Το καλοκαίρι του 1987, στο λιμάνι ενός κυκλαδίτικου νησιού άρχισαν σ' ένα
παραλιακό σπίτι οικοδομικές εργασίες χωρίς να έχει προηγουμένως εξασφαλιστεί η
σχετική άδεια: ένας τοίχος ύψους 0,80 μ., ο οποίος χρησίμευε ως τοιχίο
αντιστήριξης από την πλευρά του κοινοτικού δρόμου, σηκώθηκε στα 2,50 μ.
Αποτέλεσμα ήταν να περιοριστεί σημαντικά η θέα προς τη θάλασσα του σπιτιού που
βρίσκεται από την άλλη πλευρά του κοινοτικού δρόμου. Ταυτόχρονα, ο παράνομος
τοίχος εμπόδιζε την ορατότητα των αυτοκινήτων που περνούν από το δρόμο
κατευθυνόμενα προς το λιμάνι, αυξάνοντας τους κινδύνους για τροχαία ατυχήματα.
Μικρό το κακό, θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς, έχοντας κατά νου τα όργια της
αυθαιρεσίας που σημειώνονται κάθε στιγμή σε ολόκληρη τη χώρα, αλλά και κάποια
παράνομα μεγαθήρια που δεσπόζουν στο συγκεκριμένο λιμάνι, το οποίο (τρομάρα
του!) έχει χαρακτηριστεί από το 1988 «παραδοσιακός οικισμός». Μικρό συγκριτικά
το κακό, αλλά μεγάλο για την ιδιοκτήτρια του σπιτιού που έχανε τη θέα προς τη
θάλασσα. Βάλθηκε, λοιπόν, να επιτύχει την κατεδάφιση του παράνομου τοίχου,
προσφεύγοντας σε όλα τα διαθέσιμα μέσα. Την περίμενε μια απίστευτη
γραφειοκρατική οδύσσεια.
Από τον Αννα στον Καϊάφα
Στις αρχές Σεπτεμβρίου 1987, η ιδιοκτήτρια του σπιτιού που έχασε τη θέα του
-και, μαζί της, μέρος της αξίας του- κατήγγειλε τις αυθαίρετες κατασκευές στην
τοπική αστυνομία. Τον Φεβρουάριο του 1988 κατέθεσε σχετική καταγγελία στο
αρμόδιο πολεοδομικό γραφείο. Τον Ιούλιο του 1989, τεχνικοί της πολεοδομίας
συνέταξαν έκθεση αυτοψίας στην οποία διαπιστωνόταν ότι ο τοίχος είχε ανυψωθεί
παρανόμως κατά 1,30 μ. σε μήκος 14 μέτρων. Τον Φεβρουάριο του 1991, η πολεοδομία
προχώρησε σε νομιμοποίηση του τοίχου, την οποία στη συνέχεια ανακάλεσε εν μέρει
μετά νέα ένσταση της θιγόμενης. Υστερα από επανειλημμένες αιτήσεις της
ενδιαφερόμενης, το αρμόδιο πολεοδομικό γραφείο πραγματοποίησε δεύτερη αυτοψία,
για την οποία αυτή ενημερώθηκε το καλοκαίρι του 1992. Σύμφωνα με τη νέα αυτοψία,
το αυθαίρετο τοιχίο έπρεπε να κατεδαφιστεί μέσα σε δέκα ημέρες, εκτός κι αν ο
ιδιοκτήτης ή οποιοσδήποτε ενδιαφερόμενος κατέθετε ένσταση. Στις 30 Μαρτίου 1993,
η Επιτροπή Ελέγχου Αυθαιρέτων Κατασκευών, αφού άκουσε τις ενδιαφερόμενες
πλευρές, αποφάσισε ότι ο τοίχος έπρεπε να επανέλθει στην αρχική μορφή του. Τον
Απρίλιο του 1994, το πολεοδομικό γραφείο ζήτησε από το Νομαρχιακό Ταμείο
Κυκλάδων το ποσό των 50.000 δραχμών προκειμένου να κατεδαφίσει τον τοίχο. Το
ποσό εγκρίθηκε από τον νομάρχη ένα μήνα αργότερα.
Τον Μάιο του 1994, οι υπεύθυνες για την ανέγερση του αυθαίρετου τοίχου κατέθεσαν
προσφυγή κατά της απόφασης κατεδάφισης. Στα τέλη του 1994, ο νομάρχης Κυκλάδων
απέρριψε την προσφυγή βάσει προηγούμενης γνωμοδότησης του Συμβουλίου
Πολεοδομίας, Κατοικίας και Περιβάλλοντος, η απόφαση όμως αυτή ακυρώθηκε από το
Συμβούλιο της Επικρατείας (1995), επειδή το Συμβούλιο δεν είχε συσταθεί σύμφωνα
με το νόμο. Τον Απρίλιο του 1996, ο νομάρχης κατέληξε στην ίδια απόφαση,
ακολουθώντας και πάλι την ομόφωνη γνώμη του Συμβουλίου Πολεοδομίας. Νέα ένσταση
κατά της απόφασης του νομάρχη απορρίφθηκε τον Ιούλιο του 1996 από τον γενικό
γραμματέα της περιφέρειας, ενώ ο υπουργός ΠΕΧΩΔΕ απέρριψε τον Οκτώβριο του 1996
προσφυγή κατά της απόφασης του γενικού γραμματέα. Παρόλο που ο υπουργός έκρινε
ότι όλα τα ένδικα μέσα κατά της απόφασης της Επιτροπής Ελέγχου Αυθαιρέτων
Κατασκευών είχαν πλέον εξαντληθεί, η διοίκηση δεν προχώρησε στην κατεδάφιση του
παράνομου τοίχου.
Ακολούθησαν νέα διαβήματα της θιγόμενης προκειμένου να επιτύχει την κατεδάφιση.
Τον Μάιο του 1997, το ΥΠΕΧΩΔΕ ζήτησε με επιστολή του προς την αρμόδια Διεύθυνση
Περιβάλλοντος και Χωροταξίας να δώσει εντολή για την κατεδάφιση του τοίχου. Τον
Απρίλιο του 1998, το αρμόδιο πολεοδομικό γραφείο απευθύνθηκε στη νομαρχία,
εξηγώντας ότι το ίδιο δεν διαθέτει συνεργείο κατεδάφισης. Η υπόθεση συνέχισε να
σέρνεται μεταξύ υπουργείου, περιφέρειας και του (απρόθυμου να προχωρήσει στην
κατεδάφιση) πολεοδομικού γραφείου, έως ότου, τον Αύγουστο του 2000, οι υπεύθυνες
για την ανέγερση του τοίχου κατέθεσαν αίτηση ακύρωσης της απόφασης στο Συμβούλιο
της Επικρατείας. Η υπόθεση συζητήθηκε τον Μάρτιο του 2001 και το Συμβούλιο της
Επικρατείας έκρινε ότι ο τοίχος είναι τελεσίδικα παράνομος και πρέπει να
κατεδαφιστεί.
Τέλος της ατιμωρησίας;
Καθώς ο τοίχος, αν και «τελεσίδικα παράνομος και κατεδαφιστέος», παρέμενε πάντα
στη θέση του, η θιγόμενη προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρώπινων
Δικαιωμάτων (προσφυγή αριθ. 66725/01) διαμαρτυρόμενη για προσβολή του
δικαιώματός της στο σεβασμό της περιουσίας της, καθώς και για την έλλειψη
δικαστικού μέσου που να επιτρέπει την προσφυγή κατά της παράλειψης της διοίκησης
να προβεί στην κατεδάφιση της αυθαίρετης κατασκευής που υψώθηκε απέναντι από την
κατοικία της. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο εξέτασε την υπόθεση και με την απόφασή του
(Υπόθεση Φωτοπούλου κατά Ελλάδας, 18 Νοεμβρίου 2004) δικαίωσε την προσφεύγουσα,
κρίνοντας, μεταξύ άλλων, ότι η άρνηση ή παράλειψη της διοίκησης να προβεί στην
κατεδάφιση του επίδικου τοίχου για μεγάλη χρονική περίοδο και χωρίς σοβαρό λόγο
δεν είχε καμία νόμιμη βάση στο εθνικό δίκαιο. Εκτός αυτού, το Ευρωπαϊκό
Δικαστήριο εκτίμησε ότι υπήρξε παραβίαση της Σύμβασης για την Προστασία των
Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, καθώς το εθνικό δίκαιο δεν
προβλέπει προσφυγή που θα επέτρεπε στην προσφεύγουσα να επιτύχει την κατεδάφιση
της επίδικης κατασκευής. Αποδέχθηκε έτσι ότι η προσφεύγουσα υπέστη υλική ζημία
και ηθική βλάβη και της επιδίκασε τα εξής ποσά, τα οποία η Ελλάδα οφείλει να της
καταβάλει μέσα σε τρεις μήνες: 19.823 ευρώ για υλική ζημία, 5.000 ευρώ για ηθική
βλάβη και 13.684 ευρώ για έξοδα και δικαστική δαπάνη.
Τέλος καλό, όλα καλά; Είναι βέβαιο ότι το κυνήγι της αυθαιρεσίας προϋποθέτει
ιώβεια υπομονή, γερά νεύρα, συνεχή εγρήγορση και αρκετά χρήματα. Αξίζει, όμως,
τον κόπο. Η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, όπως ήδη σημειώσαμε, υποχρεώνει
το Ελληνικό Δημόσιο να συμμορφώνεται με τις τελεσίδικες πράξεις των διοικητικών
οργάνων του και ανοίγει το δρόμο σε αγωγές αποζημίωσης των θιγόμενων πολιτών από
τους υπεύθυνους υπαλλήλους. Ο πολλαπλασιασμός των σχετικών προσφυγών θα οδηγήσει
χωρίς αμφιβολία σε ανατροπή του απαράδεκτου καθεστώτος ατιμωρησίας των
παρανομούντων, πολιτών και διοικητικών υπαλλήλων. Κι αν η όλη διαδικασία μοιάζει
βουνό για τον θιγόμενο πολίτη, θα μπορούσαν να την αναλάβουν ειδικευμένα
δικηγορικά γραφεία, αποφασισμένα, αφού εξαντλήσουν τα εγχώρια ένδικα μέσα, να
καταφύγουν για τα περαιτέρω στο Στρασβούργο.
(Ελευθεροτυπία, 25/11/2006)