Το ιστορικό μιας ακαδημαϊκής λογοκρισίας για την Κατοχή και την Αντίσταση (1984)
Από τους «Ορνιθες» στο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ
"Επιτέλους, η Ακαδημία αναγνώρισε την Εθνική Αντίσταση"
(«Ε», 29/12/2006)
H είδηση θα μπορούσε να θεωρηθεί σχεδόν τετριμμένη:
στις 28 Δεκεμβρίου, η «Τάξη Ηθικών και Πολιτικών Επιστημών» της Ακαδημίας Αθηνών
βράβευσε, μεταξύ άλλων, τους Μανόλη Γλέζο κι Απόστολο Σάντα ως εκπροσώπους της
Αντίστασης του 1941-44 κατά της ναζιστικής κατοχής. Οσο κι αν αυτό ξενίζει, η
βράβευση αυτή συνιστά τομή στη στάση του ανώτατου πνευματικού ιδρύματος της
χώρας: η Ακαδημία χρειάστηκε δυόμισι ολόκληρες δεκαετίες για να αποδεχθεί ό,τι
από το καλοκαίρι του 1982 συνιστά επίσημη θέση της Πολιτείας για τη δεκαετία του
'40.
Η άποψη της στήλης για τα βραβεία (και δη αυτά της Ακαδημίας) είναι γνωστή και
δεν θα ασχολούμασταν με το θέμα, αν δεν υπήρχε ένα σκανδαλιστικό προηγούμενο που
αξίζει -νομίζουμε- να μνημονευτεί. Ο λόγος για την αγχώδη λογοκριτική καμπάνια
του πάλαι ποτέ «ισχυρού ανδρός» της Ακαδημίας (και πρώην προέδρου της Ελληνικής
Δημοκρατίας) Κωνσταντίνου Τσάτσου, προκειμένου να εξοβελιστεί κάθε αναφορά στην
εαμική Αντίσταση από μια διεθνή έκδοση του Ιδρύματος. Και μάλιστα, όχι στα
μετεμφυλιακά χρόνια αλλά στο αποκορύφωμα της Μεταπολίτευσης, ακόμη και μετά την
άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία. Το χρονικό αυτής της ακαδημαϊκής λογοκρισίας,
καταγραμμένο με αφοπλιστική ωμότητα στα απομνημονεύματα του αυτουργού, είναι από
κάθε άποψη αποκαλυπτικό για τις θεσμικές και ιδεολογικές ισορροπίες μιας
περιόδου που σήμερα είθισται να παρουσιάζεται σαν εποχή μονομερούς κυριαρχίας
της Αριστεράς στο πεδίο της ιστοριογραφίας.
Η αδύνατη Μεταπολίτευση
Ολα ξεκίνησαν με την προσπάθεια του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, προέδρου τότε της
«Επιτροπής Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου» της Ακαδημίας (κι ενός από τους
ελάχιστους πολιτικούς με ενεργό αντιστασιακή δράση επί Κατοχής), για μια
επιστημονική προσέγγιση της κατοχικής περιόδου που θα αντικαθιστούσε τα επίσημα
-και σε μεγάλο βαθμό ανιστόρητα- ψυχροπολεμικά στερεότυπα για την Αντίσταση και
τους ανθρώπους της. Το 1978 αποφασίστηκε η σύνταξη ενός χρονολογίου των
γεγονότων της τετραετίας 1941-44 με αξιοποίηση των βρετανικών και γερμανικών
αρχείων (έργο που ολοκληρώθηκε -εν μέρει- μόλις το 2002-2004).
Στο πλαίσιο της ίδιας προσπάθειας, η Ακαδημία αποδέχθηκε πρόταση της γαλλικής
«Επιθεώρησης Ιστορίας του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και των Σύγχρονων Συρράξεων» να
επιμεληθεί ένα ειδικό τεύχος αφιερωμένο στην Ελλάδα του 1940-44. Ως συντάκτες
των σχετικών κειμένων επιλέχθηκαν οι -πανεπιστημιακοί σήμερα- Γιάννης
Κολιόπουλος (για τον πόλεμο του 1940-41), Αλέξανδρος Κιτροέφ (για τη Μ.
Ανατολή), Προκόπης Παπαστράτης (για τις κατοχικές κι εξόριστες κυβερνήσεις) και
Χάγκεν Φλάισερ (για την Αντίσταση). Οι δυο τελευταίοι απασχολούνταν τότε, «με το
κομμάτι», και στην κατάρτιση του προαναφερθέντος χρονολογίου.
Είχαν λογαριάσει όμως χωρίς τον ξενοδόχο -συγκεκριμένα τον Τσάτσο.
Υπουργός Εσωτερικών την εποχή της «λευκής τρομοκρατίας» του 1945, πασίγνωστος
για τις πνευματικές του ευαισθησίες από τότε που ως υπουργός Προεδρίας της ΕΡΕ
απαγόρευσε τους «Ορνιθες» του Αριστοφάνη, ο τελευταίος μόλις είχε επιστρέψει
στην Ακαδημία μετά τον τερματισμό της θητείας του ως Προέδρου της Δημοκρατίας
και δεν ήταν καθόλου διατεθειμένος να επιτρέψει την «άλωση» του Ιδρύματος από
επιστήμονες μη «εγνωσμένων κοινωνικών φρονημάτων». Η αφήγησή του για το χειρισμό
του ζητήματος, όπως καταγράφεται στα απομνημονεύματά του («Λογοδοσία μιας ζωής»,
Εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα 2000, τ. Β', σ. 523-7) είναι από κάθε άποψη
αφοπλιστική:
«Αναγκάστηκα», γράφει, «να αναλάβω το άχαρο έργο να απομακρύνω τους συντάκτες
που είχε διαλέξει ο Κανελλόπουλος που ήταν νέοι ιστορικοί καταρτισμένοι αλλά
ακροαριστεροί, και που επιδίωκαν να επιτύχουν το κύρος της Ακαδημίας για τη
διάδοση των δικών τους απόψεων για το ΕΑΜ και την Αντίσταση. Αυτό δεν το ήθελαν
ούτε η Ακαδημία ως σώμα, ούτε τα μέλη της Επιτροπής, ούτε και εγώ προσωπικά» (σ.
523-4).
Αυτή η «απομάκρυνση» δεν έγινε καθόλου αναίμακτα. Αρχικά ζητήθηκε από τους
ιστορικούς να καταθέσουν περιλήψεις των κειμένων τους για να περάσουν από
σχετικό έλεγχο. Ακολούθησε πολύμηνη σιγή. Οταν οι ενδιαφερόμενοι ζήτησαν γραπτώς
να μάθουν τι θα γίνει (11.10.1981), ο Τσάτσος τους απάντησε (5.11.1981) ότι η
Ακαδημία «δεν συνεφώνησε με τα δείγματα γραφής» που της υποβλήθηκαν και «επροχώρησε
στο έργο της κατά τον τρόπο που αυτή έκρινε ορθότερο» -οπότε, μεταξύ του
Ιδρύματος και των 4 ιστορικών «δεν υπάρχει καμμία ουσιαστικής φύσεως
εκκρεμότητα». Η εκκαθάριση της υπόθεσης συνοδεύτηκε από δυο παραιτήσεις μελών
της αρμόδιας ακαδημαϊκής Επιτροπής: του Κανελλόπουλου και του Αγγελου
Αγγελόπουλου.
Η καταστολή της «συνωμοσίας»
Για τον Τσάτσο, όμως, τα προβλήματα μόλις είχαν αρχίσει. Το κυριότερο προερχόταν
από την πνευματική ανεπάρκεια της τότε δεξιάς: «Η ανεύρεση ιστορικών, νέων, με
αντικειμενική κρίση, απαλλαγμένων από προλήψεις δεν ήταν εύκολο», γράφει.
«Δύσκολο επίσης ήταν να εξηγήσω γιατί παραιτήθηκε ο Κανελλόπουλος, ο οποίος είχε
τις πρώτες επαφές και γιατί μετά την παραίτησή του άλλαξαν τα ονόματα των
συγγραφέων» (σ. 524).
Η επικοινωνιακή διαχείριση της κρίσης αποδείχθηκε τελικά σχετικά εύκολη, λόγω
της στάσης του Γάλλου εκδότη: «Συνάντησα στο Παρίσι τον κ. Michel και του είπα
ειλικρινά πώς έχει η κατάσταση. Πρόκειται για ένα παλαιό αντιστασιακό, φίλο του
De Gaulle. Κατάλαβε αμέσως και ό,τι του είπα και ό,τι του υποδηλούσα. Οχι μόνο
μου έδωσε πίστωση χρόνου, αλλά εμπιστεύτηκε σ' εμένα την εκλογή των συντακτών.
Δεν μου έκρυψε ότι η αρχική του διασύνδεση ήταν με έναν αριστερίζοντα
κουλτουριάρη, που έτυχε να γνωρίζει από χρόνια και ότι αυτός τον είχε ήδη
ενημερώσει για όλα όσα συνέβαιναν στην Αθήνα. Αλλά φαίνεται πως το πρόσωπο είναι
σπαθί. Με βεβαίωσε και κράτησε το λόγο του, ότι από εδώ και πέρα θα έχει να
κάνει μόνο με εμένα. Ετσι η αριστερή συνωμοσία που είχε εν τω μεταξύ καλά
οργανωθεί στην Αθήνα και τον πίεζε, παραμερίσθηκε τουλάχιστον, στη Γαλλία» (σ.
524).
Διαφορετικής τάξης βάσανα περίμεναν ωστόσο τον πρώην Πρόεδρο στην Αθήνα: «Δεν
αξίζει τον κόπο να διηγηθώ με τι κόπους απέκρουσα τις αντιδράσεις πολλών
στρατιωτικών που ήθελαν να εξάρουν τον Μεταξά και τον Παπάγο για να δώσω μια πιο
αντικειμενική εικόνα της πολεμικής μας προπαρασκευής και της τακτικής του
Γενικού μας Επιτελείου, αλλά και με τι περισσότερους κόπους εξουδετέρωσα τη
συνεχιζόμενη αντίδραση των υπερασπιστών του ΕΑΜ και μέσα και εκτός Ακαδημίας»
(σ. 524).
Τελικά, η συγγραφή του αφιερώματος ανατέθηκε σε δυο ...ναυάρχους (Φλόκα και
Σίμψα) για το πολιτικό σκέλος και τη Μ. Ανατολή, σ' έναν ακαδημαϊκό (Αγγελος
Δεσποτόπουλος) για τον πόλεμο του 1940-41 και σ' έναν ανανήψαντα πρώην καπετάνιο
του ΕΛΑΣ (Δημήτρης Δημητρίου ή Νικηφόρος) για την Αντίσταση. «Τα κείμενα ήταν
καλά», εκτιμά ο Τσάτσος. «Αναντίρρητα τα κυριώτερα του Δεσποτόπουλου και του
Σίμψα. Με ελάχιστες αντιρρήσεις του Φλόκα. Με αρκετές αδυναμίες το κεφάλαιο για
την Αντίσταση του Νικηφόρου Δημητρίου, συνταγματάρχη του ΕΛΑΣ αλλά αποστάτη του
κομμουνισμού. Εναντίον του στρέφονταν το μένος όλων όσων συμπαθούσαν προς τα
αριστερά και που είχαν διασυνδέσεις με τον Henri Michel τον ίδιο» (σ. 525).
Το βασικό όμως πρόβλημα δεν ήταν επιστημονικό αλλά καθαρά πολιτικό. Απ' τον
Οκτώβριο του 1981 την Ελλάδα κυβερνούσε το ΠΑΣΟΚ, ενώ η εαμική Αντίσταση είχε
αναγνωριστεί πανηγυρικά απ' τη Βουλή τον Αύγουστο του 1982. Με αφοπλιστική
ειλικρίνεια ο πρώην Πρόεδρος εξηγεί έτσι τα όρια που η νέα συγκυρία έθετε στη
λογοκριτική παρέμβασή του: «Τις αντιδράσεις στην Ελλάδα θα τις έκρινε η Επιτροπή
και θα αποφάσιζε αν θα πρέπει να τις λάβουμε υπόψη μας για χάρη της Ακαδημίας
που θα εβάλλετο και από κυβερνητική πλευρά την ώρα που η ύπαρξή της εξαρτάται
από την Κυβέρνηση και γενικά το πράσινο Κίνημα» (σ. 525).
«Το μήλον της έριδος ήταν η τέταρτη μελέτη για την Ιστορία της Αντιστάσεως, θέμα
που η πρόσφατη αναγνώριση της αντίστασης στη Βουλή είχε οξύνει και στο οποίο οι
αριστεροί είχαν την αμέριστη υποστήριξη της Κυβέρνησης. Ετσι θα είχε η Ακαδημία,
που ήδη είναι μισητή σαν αρτιοσκληρωτική και αντιδραστική, να αντιμετωπίσει μια
νέα μάχη, που θα μείωνε και την αξία της συμβολής μας στη συγγραφή μιας
αντικειμενικής και ειλικρινούς ιστορίας» (σ.526).
Με τόσο επισφαλείς ισορροπίες στο εσωτερικό, το μόνο που έμενε στους
πολιορκημένους εθνικόφρονες, όπως ακριβώς και το 1944, ήταν η στήριξη στον ξένο
παράγοντα. «Αγωνιούσα», σημειώνει ο Τσάτσος, «να δω αν θα τα καταφέρουν οι
κομμουνιστές, βοηθούμενοι από -δεν θέλω να πώ ποιον- να ματαιώσουν τη δημοσίευση
που θα έλεγε την αλήθεια για το ΕΑΜ» (σ. 525). Ευτυχώς, ο Γάλλος εκδότης «έδειξε
πλήρη κατανόηση» και του παραχώρησε «απόλυτη ελευθερία χειρισμών» (σ. 526).
Ο Λούλης και το ψαλίδι
Στο τεχνικό επίπεδο, τη λύση θα προσφέρει ο πρωτοεμφανιζόμενος τότε κομματικός
διανοούμενος της Ν.Δ. Γιάννης Λούλης. Οσο για τον Τσάτσο, αυτός με τον
(ανεξέλεγκτο πλέον) λογοκριτικό οίστρο του θα φτάσει μέχρι το πετσόκομμα
κειμένων που ο ίδιος είχε λίγο νωρίτερα «αναντίρρητα» επιδοκιμάσει:
«Ετσι οπλισμένος, αφού περιέκοψα τον Δεσποτόπουλο και απάμβλυνα μερικές
επικρίσεις του κατά του Στρατηγείου και αφού απέσυρα το άρθρο του ναυάρχου Φλόκα
διότι αρνήθηκε να διαγράψει μερικές προκλητικές φράσεις και αφού τέλος ανέθεσα
στον εξαιρετικό νέο ιστορικό Λούλη να γράψει το κεφάλαιο του κ. Φλόκα και το
κεφάλαιο της Αντιστάσεως, σχημάτισα το τεύχος και το έστειλα, αργοπορημένο αλλά
άρτιο, στο Παρίσι. Με ειδοποίησαν ότι θα δημοσιευθεί τον Οκτώβριο του 1984.
[...]
Σχεδόν τρία χρόνια βάσταξε αυτή η δοκιμασία. Τον Δεκέμβριο του 1984 έλαβα το
πρώτο αντίτυπο του τεύχους, διαμορφωμένο όπως το ήθελα» (σ. 526-7).
(Ελευθεροτυπία, 13/1/2007)