Ο επαναστάτης διαφωτιστής και ο αντιδραστικός κληρικός του πρωταπριλιάτικου «Ιού»
Ο επαναστάτης κι ο τουρκολάτρης
Το
κυριακάτικο αφιέρωμα του «Ιού» («Ο
κλήρος και η τυραννία») με τις δύο συνεντεύξεις ηλικίας 200 ετών προκάλεσε
αναμενόμενες αντιδράσεις. Οι περισσότεροι αναγνώστες αναγνώρισαν τον
πρωταπριλιάτικο χαρακτήρα του δημοσιεύματος, αλλά θεώρησαν ότι το περιεχόμενο
των δύο συνεντεύξεων είναι εντελώς φανταστικό. Η αλήθεια είναι βέβαια
διαφορετική. Οσο κι αν ξενίζουν ως «ακραίες» οι αντίθετες τοποθετήσεις, έχουν κι
oι δύο αντληθεί από πρωτότυπα κείμενα που έχουν εκδοθεί στις αρχές του 19ου
αιώνα στην Ιταλία και εκφράζουν, το μεν πρώτο την άποψη των διαφωτιστών λογίων
που προετοίμασαν την Επανάσταση του 1821, ενώ το δεύτερο τη στάση των ορθόδοξων
θεολόγων που αντιμετώπιζαν με καχυποψία τις επαναστατικές ιδέες που έρχονταν από
τη Δύση και καλούσαν το ποίμνιο να υπομένει την οθωμανική τυραννία.
Το όνομα του Ανώνυμου
Η πρώτη συνέντευξη περιλαμβάνει αποσπάσματα του περίφημου έργου «Ελληνική
Νομαρχία», το οποίο εκδόθηκε στην Ιταλία το 1806 και θεωρείται το ιδεολογικό
μανιφέστο της Επανάστασης. Δεν έχουμε επέμβει καθόλου στην ουσία του κειμένου.
Απλοποιήσαμε μόνο τη γλώσσα για να μήν προδίδεται η προέλευση.
Η «Ελληνική Νομαρχία» κατέχει ξεχωριστή θέση μεταξύ των έργων του νεοελληνικού
Διαφωτισμού. Ο Κ.Θ.Δημαράς την ονομάζει «περίφημη» και της αποδίδει «προέχουσα
θέση» μεταξύ των άλλων κειμένων της προεπαναστατικής περιόδου («Νεοελληνικός
Διαφωτισμός», Ερμής, Αθήνα 1977, σ.48), ενώ ο Πασχάλης Κιτρομηλίδης μιλά για «το
σπουδαιότερο μνημείο πολιτικής θεωρίας του νεοελληνικού Διαφωτισμού, που
προσφέρει μια οξυδερκή ερμηνεία της δυσπραγίας και των προοπτικών του ελληνικού
γένους με τους όρους της πολιτικής σκέψης του Montesquieu, του Rousseau, του
Alfieri και του Beccaria και με σταθερό υπόβαθρο τον Αριστοτέλη και τον
Ξενοφώντα, τον Πολύβιο και τον Πλούταρχο» («Νεοελληνικός Διαφωτισμός», μετάφραση
Στέλλα Νικολούδη, γ’ έκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 2000, σ. 345).
Η ταυτότητα του συγγραφέα της «Ελληνικής Νομαρχίας» παραμένει μέχρι σήμερα ένας
αξεδιάλυτος γρίφος. Ο πλήρης τίτλος του έργου είναι «Ανωνύμου του Ελληνος,
Ελληνική Νομαρχία, ήτοι λόγος περί Ελευθερίας». Μάλιστα ο Ανώνυμος είναι
γραμμένος ανορθόγραφα στο πρωτοσέλιδο (Ανόνιμος), με τρόπο που προκαλεί επιπλέον
ερωτηματικά στους μελετητές.
Εχουν κατά καιρούς διατυπωθεί πολλές υποθέσεις για την αποκρυπτογράφηση του
ψευδώνυμου «Ανώνυμος ο Ελλην». Πρώτος ο Α. Π. Βρετός το 1857 απέδωσε στον έμπορο
Σπυρίδωνα Σπάχο από τα Γιάννενα το έργο, με την παρατήρηση μάλιστα ότι τυπώθηκε
στο Αμστερνταμ και όχι στην Ιταλία. Σε λίγα χρόνια επαναλαμβάνει την ίδια
υπόθεση ο Κ. Ν. Σάθας (1868). Τον επόμενο χρόνο ο Σάθας αλλάζει άποψη και
υποδεικνύει ως συγγραφέα της Ελληνικής Νομαρχίας τον Ιωάννη Κωλέττη, ενώ ως τόπο
έκδοσης εντοπίζει την Πίζα της Ιταλίας. Από τότε έχουν μεσολαβήσει πάμπολλες
προσπάθειες ερευνητών να καταλήξουν σε μια οριστική λύση του γρίφου, αλλά χωρίς
αποτέλεσμα. Εχουν υποδειχθεί ακόμα ο Χριστόφορος Περραιβός, ο Αθανάσιος Ψαλίδας,
ο Ιωάννης Πασχάλης Δονάς, ο Δημήτριος Γουζέλης, ο Φορέστης, ο Ταγιαπέρας, και
πολλοί άλλοι. Στις 20/4/1978 παρουσιάστηκε στην Ακαδημία Αθηνών η άποψη της
Μαρίας Μαντουβάλου ότι συγγραφέας της «Ελληνικής Νομαρχίας» ήταν ο ίδιος ο
Κοραής. Αυτή την άποψη αντέκρουσε το 1985 ο Ν.Β. Τωμαδάκης. Η πιο πρόσφατη
σχετική μονογραφία είναι του Κώστα Παπαχρίστου («Ποιος έγραψε την Ελληνική
Νομαρχία», Εστία, Αθήνα 1987), ο οποίος υποδεικνύει ως συγγραφέα τον Κορίνθιο
Γεώργιο Καλαρά.
«Το πρόβλημα της ταυτότητας του συγγραφέα», γράφει ο Κιτρομηλίδης, «δεν μπορεί
να λυθεί χωρίς την ανακάλυψη βάσιμων εξωτερικών μαρτυριών που να συνδέουν το
έργο με κάποιο συγκεκριμένο συγγραφέα. Κατά τη γνώμη μου η μόνη πιθανή πηγή μιας
τέτοιας μαρτυρίας θα ήταν τα αρχεία ασφαλείας και οι αναφορές της υπηρεσίας
πληροφοριών της αυστριακής αστυνομίας, σχετικά με τις δραστηριότητες των Ελλήνων
πατριωτών που διακινούνταν στις ελληνικές κοινότητες των πόλεων της Βόρειας
Ιταλίας και της αυστριακής επικράτειας» (ό.π., σ. 577).
Ο Παττακός και η Νομαρχία
Οι εκδόσεις της «Ελληνικής Νομαρχίας» έχουν τη δική τους ιδιαίτερη ιστορία. Μετά
την πρώτη έκδοση του 1806 χρειάστηκε να περάσει ενάμισης σχεδόν αιώνας για να
επανεκδοθεί το έργο. Και τότε επανεκδόθηκε σχεδόν ταυτόχρονα σε δύο διαφορετικές
σχολιασμένες εκδόσεις: το 1948 από τον Ν.Β. Τωμαδάκη και το 1949 από τον
Γ.Βαλέτα. Ηταν τέλος του εμφυλίου και κατά κάποιο τρόπο οι δυο εκδόσεις
εκφράζανε και τις δυο πλευρές της σύγκρουσης. Η πρώτη έγερνε στο μέρος των
νικητών, η δεύτερη εξέφραζε τους ηττημένους. Στην έκδοση του Βαλέτα (που
κυκλοφορεί σε ανατύπωση και σήμερα) επισημαίνονται πολλά λάθη της ανταγωνιστικής
προσπάθειας του Τωμαδάκη.
Η επικαιρότητα του επαναστατικού λόγου της «Νομαρχίας» έχει επισημανθεί από τον
Νίκο Μπελογιάννη, ο οποίος από τις φυλακές της Κέρκυρας, όπου βρισκόταν, έγραψε
το 1951 ένα θερμό κείμενο για τη «Νομαρχία», δίνοντας μάλιστα και τη δική του
λύση στο γρίφο της ανωνυμίας: «Είναι πολύ πιθανό το βιβλίο - αφιερωμένο στον
Ρήγα - να γράφτηκε, κολεχτιβιστικά, από ολόκληρη συντροφιά επαναστάτες και
φίλους του Θεσσαλού εθνομάρτυρα που είχαν καταφύγει στο Λιβόρνο της Ιταλίας -
σοβαρό επαναστατικό κέντρο της εποχής εκείνης. Αλλωστε δεν έχει τόση σημασία
ποιος είναι ο συγγραφέας. Ισως καλύτερα που είναι ανώνυμος. Γιατί έτσι
συμβολίζει πιο καλά τον ανώνυμο Ελληνα, τον κάθε Ελληνα που πονούσε για την
κατάντια του τόπου του, ονειρευόταν και πάλευε για την απελευθέρωσή του»
(«Κείμενα από την απομόνωση», 2η έκδοση, «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1983).
Η θαυμαστή, όμως, «Νομαρχία» δεν έπαψε να παίζει τον επαναστατικό και πατριωτικό
της ρόλο ακόμα και στη μεταπολεμική Ελλάδα. Αυτήν επέλεξε να επανεκδώσει στις
αρχές της δικτατορίας (Οκτώβριος 1968) ένας πρωτοεμφανιζόμενος εκδοτικός οίκος,
ο «Κάλβος», μαζί με δυο άλλα βιβλία που είχαν επίσης σαφή αντιδικτατορικό
συμβολισμό (τον «Δράκο» του Σβαρτς και το «Συμβόλαιο γάμου» του Μπαλζάκ).
Ο εκδότης του «Κάλβου» Γιώργος Χατζόπουλος θυμάται ότι ξεπέρασαν τον σκόπελο της
λογοκρισίας σχετικά εύκολα, υποτονίζοντας τον υπότιτλο («περί ελευθερίας) και
προβάλλοντας στους αρμόδιους της προληπτικής λογοκρισίας την έκδοση του
εθνικόφρονος καθηγητή Τωμαδάκη. Αντίρρηση δεν υπήρξε, όμως οι αφελείς λογοκριτές
της δικτατορίας έπεσαν θύματα του πνευματώδους λογοπαίγνιου που επιχειρεί ο
Ανώνυμος στον τίτλο. Με τον όρο «Νομαρχία» ο συγγραφέας αντιστρέφει λεκτικά και
νοηματικά τον όρο «Μοναρχία» και υποδηλώνει το δημοκρατικό πολίτευμα που
οραματίζεται για την απελευθερωμένη Ελλάδα. Αυτά βέβαια ήταν ψιλά γράμματα για
τους συνταγματάρχες που ήθελαν να παραπέμψουν τον εκδότη στον Παττακό, εφόσον ως
«υπουργός Εσωτερικών» ήταν αρμόδιος για τις …Νομαρχίες. Η ουσία είναι ότι το
βιβλίο κυκλοφόρησε πλατιά και γονιμοποίησε πάλι μετά από 160 χρόνια το
επαναστατικό φρόνημα μιας άλλης γενιάς «σκλαβωμένων» Ελλήνων.
Ο Αγιος «βιβλιοκαύτης»
Η δεύτερη «συνέντευξη» που δημοσιεύσαμε την περασμένη Κυριακή περιλαμβάνει
αποσπάσματα (κι αυτά μεταγλωττισμένα) από το βιβλίο «Αντιφώνησις προς τον
παράλογον ζήλον των από της Ευρώπης ερχομένων φιλοσόφων» (Τεργέστη 1802).
Συγγραφέας του βιβλίου φέρεται ο Ναθαναήλ Νεοκαισαρεύς. Πρόκειται για ψευδώνυμο
του Αθανασίου Τούλιου που μετονομάστηκε σε Αθανάσιο Πάριο (1722-1813) και από το
1995 έχει ανακηρυχτεί Αγιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας με απόφαση του Πατριαρχείου
και της Εκκλησίας της Ελλάδος. Ο Αγιος, λοιπόν, Αθανάσιος Πάριος θεωρείται ένας
από τους πιο μαχητικούς εκφραστές του «Αντιδιαφωτισμού» ενώ ακόμα και σήμερα δεν
τιμάται μόνο για τις θεολογικές του αναλύσεις, αλλά κυρίως για το αντιευρωπαϊκό
(και αντεπαναστατικό) του πνεύμα. Σε συνέντευξή του που περιλαμβάνεται στον
επίσημο δικτυακό τόπο της
Εκκλησίας της Ελλάδας ο αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος επιχειρεί μάλιστα να
ωραιοποιήσει τις αντεπαναστατικές απόψεις του Αθανασίου, λέγοντας ότι «θέλησε να
ενισχύσει τις αντιστάσεις των Ελλήνων εναντίον όλων των ρευμάτων και δυναστών
της εποχής, γιατί πίστευε ότι θα αλλοίωναν την μακραίωνη και σημαντική Παράδοση
τους». Προσοχή: λέγοντας «αντιστάσεις», ο κ. Χριστόδουλος εννοεί τις αντιστάσεις
κατά των διαφωτιστών και επαναστατών της Ευρώπης και όχι κατά των Οθωμανών.
Γιατί ο Αγιος Αθανάσιος Πάριος κήρυττε πάνω απ’ όλα την άρνηση κάθε αντίστασης
στον κατακτητή και έδινε θεολογικό υπόβαθρο στη γνωστή ρήση «σφάξε με αγά μου ν’
αγιάσω». Το πρώτο του σχετικό πόνημα ήταν ένας λίβελος κατά του Ρήγα Φεραίου («Ο
Νέος Ραψάκης») που έμεινε ανέκδοτο (βλ. σχετική σχολιασμένη παρουσίαση από την
Αικατερίνη Κουμαριανού, «Ερανιστής», τ. 6, 1968, σ. 1-18), ενώ σε άλλο βιβλίο
που κυκλοφόρησε σε τρεις διαδοχικές εκδόσεις (1798, 1800, 1805) ολοκλήρωσε την
πολεμική του κατά του Διαφωτισμού, από τη σκοπιά της ορθόδοξης θεολογίας
(«Απολογία Χριστιανική»). Εκεί υποστηρίζει ότι οι άνθρωποι «ούτε γεννώνται ούτε
είναι ελεύθεροι» στην κοινωνία, ενώ θεωρούσε ότι η κοσμική ελευθερία είναι
απαράδεκτη, εφόσον αναγκαία προϋπόθεσή της είναι η αθεϊα. Μάλιστα ο Αγιος
εκφράζει τη λύπη του επειδή «ο νόμος της χάριτος δεν συγχωρεί θάνατον την
σήμερον» σε όσους κήρυτταν την «πολυθρύλητον και πολυτάραχον ελευθερίαν των
δημοκρατικών» και σε όσους «εις τάς σημαίας υψηλά επιγράφουσιν ελευθερία, ισότης
[…] προς στασιασμούς και δημεγερσίας κατά των κρειττόνων». Ωστόσο, τον
παρηγορούσε η δυνατότητα ότι «ημπορεί […] η ποινή να γίνηται εις τα μιαρά
εκείνων συγγράμματα, ήτοι να κατακρίνωνται, να στηλιτεύωνται και να καίωνται»
(βλ. Κιτρομηλίδης, ό.π., σ. 440).
Δεν ήταν, λοιπόν, τυχαία η επιλογή των δυο συγγραφέων της προεπαναστατικής
Ελλάδας που φιλοξενήσαμε στον πρωταπριλιάτικο «Ιό». Εκφράζουν με μεγάλη σαφήνεια
τους δύο πόλους της ιδεολογικής και πολιτικής σύγκρουσης στις αρχές του 19ου
αιώνα. Με το ξέσπασμα της επανάστασης του 1821 δικαιώθηκε ο πρώτος. Ομως η
αντεπαναστατική θρησκοληψία του δεύτερου εξακολουθεί να ασκεί γοητεία ακόμα και
στις μέρες μας. Οποιος αμφιβάλλει, ας ρίξει μια ματιά στη δημόσια συζήτηση για
το βιβλίο Ιστορίας της 6ης Δημοτικού.
(Ελευθεροτυπία, 6/7/2007)