Το βιβλίο της Στ' Δημοτικού και η «αποδόμηση» της εθνικής μνήμης για τη χούντα

 

«Πατριώτες» και «μιάσματα»

 

"Σκανδαλώδης σύνθεση της Επιτροπής για τα 40 χρόνια από το πραξικόπημα της χούντας"
           
(«Το Παρόν», 8/4/2007)

Τέσσερις δεκαετίες μετά την 21η Απριλίου 1967, τι απομένει πια στη συλλογική μνήμη από τα χρόνια της χούντας; Μάλλον λίγα πράγματα, φοβούμαστε, παρακολουθώντας τα πρώτα σχετικά επετειακά αφιερώματα.

Πάει άλλωστε καιρός που, για μεγάλη μερίδα των ΜΜΕ, η αναζήτηση του «καινούργιου» για την εποχή και τους ανθρώπους της περνά ως επί το πλείστον από την ανασύσταση του λόγου των ίδιων των χουντικών. Είτε πρόκειται για τον Παττακό, που η άκαρδη μεταπολιτευτική πολιτεία άφησε χωρίς ...σύνταξη («Espresso» 21.2.07), είτε για τον Παπαδόπουλο που, όπως μας διαβεβαίωσε ο Αλέξης Παπαχελάς επικαλούμενος παλιούς του συνεργάτες, είχε «ένα προσωπικό στιλ που δεν συνάδει και πολύ με την εικόνα που εμείς έχουμε» (MEGA 3.4.07).

Κάτι η νοσταλγία για τα χρόνια της νιότης, κάτι η επιλεκτικότητα της μνήμης, κάτι η αναγωγή της χούντας σ' ένα εύκολο -και υπερβολικό- μέτρο σύγκρισης και καταγγελίας των εκάστοτε κυβερνητικών πρακτικών, τελικά η «εθνοσωτήριος» του 1967-74 μόνο σαν καρικατούρα μπόρεσε να επιζήσει στα μυαλά των σημερινών Ελλήνων.

Αψευδής μάρτυρας το δημοφιλές σίριαλ «Λούφα και παραλλαγή» (όπου η δικτατορία παρουσιάζεται περίπου σαν παιδική χαρά) και η κυρίαρχη πλέον τάση του εγχώριου κινηματογράφου να αντιμετωπίζει εκείνα τα χρόνια με μια διάχυτη νοσταλγία για την παλιά, «αυθεντική» Ελλάδα της «αθωότητας». Χρειάζεται έτσι να καταδυθεί κανείς στα ψιλά των (λογοκριμένων) εφημερίδων της εποχής για να ανασύρει, ως σπαράγματα περισσότερο παρά ως συντεταγμένη αφήγηση, το αυθεντικό κλίμα μιας κοινωνίας υπό 24ωρη επιτήρηση κι Εθνική Ηθική Διαπαιδαγώγηση: εκείνο το γενικευμένο αίσθημα ασφυξίας και βουβής ανημπόριας απέναντι σε μια εξουσία πανίσχυρη και γελοία, που σήμερα μόνο οι φαντάροι παραμεθόριων μονάδων μπορούν να νιώσουν κάποια στιγμή της θητείας τους.

Ολα αυτά δεν θα είχαν ίσως καμιά σημασία, αν δεν υπήρχαν κάποιες παρενέργειες επικίνδυνες για την ποιότητα της σημερινής δημοκρατίας μας. Δυο παραδείγματα, από την τρέχουσα καμπάνια για την αποκατάσταση της «εθνικά ορθής» σχολικής Ιστορίας, είναι νομίζουμε αποκαλυπτικά.

Το έθνος και το Σύνταγμα

Η Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών ήταν το πρώτο επίσημο πνευματικό σωματείο που τοποθετήθηκε δημόσια για το νέο βιβλίο ιστορίας της Στ' Δημοτικού. Με ανακοίνωσή της στις 26.2.07 κατήγγειλε ότι «το εν λόγω διδακτικό βιβλίο παραποιεί την ελληνική Ιστορία, με συγκεκριμένες αναφορές και ιδίως με ασύγγνωστες παρασιωπήσεις γεγονότων», όπως «η αποφασιστική συμβολή της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Εθνική Παλιγγενεσία», και ζήτησε την άμεση απόσυρσή του. Το κείμενο υπογράφουν ο πρόεδρος Νικόλαος Μέρτζος και η γενική γραμματέας Τερέζα Πεντζοπούλου-Βαλαλά.

Ενδιαφέροντα είναι ωστόσο δύο σημεία της ίδιας ανακοίνωσης. Αφ' ενός μεν η διαπίστωση των συντακτών της πως κάποιοι «νεωτερικοί Ελληνες ιστορικοί, σε άμεση συνεργασία ή ταύτιση με ξένα κέντρα, αποδομούν συστηματικά την έννοια και την ταυτότητα του Ελληνικού Εθνους». Αφ' ετέρου, η διακήρυξή τους ότι «η Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών είναι αποφασισμένη να υπερασπισθεί εμπράκτως την Ιστορία, το Εθνος και το Σύνταγμα των Ελλήνων» -και πιο συγκεκριμένα, τη διάταξή του που ορίζει ως σκοπό της παιδείας «την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης των Ελλήνων». Δεν διστάζουν μάλιστα να επικαλεστούν το ακροτελεύτιο άρθρο 120 (πρώην 114) του Συντάγματος, με το οποίο η προστασία του δημοκρατικού πολιτεύματος «επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων».

Η παρέμβαση αυτή χαιρετίστηκε με ενθουσιασμό από τα στελέχη τού υπό συγκρότηση «εθνικού χώρου». Η Εκκλησία της Ελλάδος, μάλιστα, έσπευσε να ταξινομήσει την ανακοίνωση της Εταιρείας δεύτερη τη τάξει στην ιστοσελίδα της, αμέσως μετά τις σχετικές ομιλίες του αρχιεπισκόπου.

Υπάρχει ωστόσο μια μικρή αλλά ουσιώδης λεπτομέρεια. Ο πρόεδρος της ΕΜΣ, που επικαλείται την προστασία του Συντάγματος για να αποκλείσει από τη δημόσια εκπαίδευση όσες επιστημονικές προσεγγίσεις αποκλίνουν από τα πατροπαράδοτα ελληνοχριστιανικά δόγματα, δεν είχε πάντα τις ίδιες ευαισθησίες όσον αφορά την προάσπιση της συνταγματικής νομιμότητας. Υπήρξε, αντίθετα, επιφανές στέλεχος των μηχανισμών της χούντας -και συγκεκριμένα, αντιπρόεδρος της «Συμβουλευτικής» ψευδο-Βουλής που έστησε ο Παπαδόπουλος για να εξωραΐσει το δικτατορικό καθεστώς!

Τα γεγονότα είναι γνωστά. Το 1970 ο Παπαδόπουλος εξήγγειλε τη δημιουργία μιας (διορισμένης) «Μικρής Βουλής», ονόματι «Συμβουλευτική Επιτροπή», με αρμοδιότητα να «εκφέρει γνώμην επί της αρχής και του εν γένει περιεχομένου των εις αυτήν παραπεμπομένων υπό του Πρωθυπουργού σχεδίων Νομοθετικών Διαταγμάτων» (Ν.Δ. 499/1970). Αρχικά, τα μέλη της επιλέγονταν απ' τον ίδιο το δικτάτορα, κυρίως μεταξύ υποψηφίων που πρότειναν οι (διορισμένες) διοικήσεις «των πλέον αντιπροσωπευτικών και ανεγνωρισμένων επιστημονικών οργανώσεων και οργανισμών της Χώρας» (Β.Δ. 642/1970). Αργότερα, ο διορισμός των μελών γινόταν από ένα σώμα 10.666 συνολικά «εκλεκτόρων», αποτελούμενο από (διορισμένα) στελέχη του καθεστώτος σε δήμους κι επαγγελματικούς συλλόγους. Η θέση του μέλους της «Συμβουλευτικής» ήταν έμμισθη, με «μηνιαία αποζημίωση» όχι μεγαλύτερη από τις απολαβές Γενικού Γραμματέα Υπουργείου, συν τα οδοιπορικά και -στην περίπτωση του προέδρου- έξοδα παραστάσεως (Ν.Δ. 959/1971).

Πρώην ΕΚΟΦίτης της Θεσσαλονίκης, ο Μέρτζος διορίστηκε απ' τον Παπαδόπουλο μέλος της πρώτης, 56μελούς «Συμβουλευτικής» (11.1970). Τον επόμενο χρόνο εξελέγη απ' το χουντικό μηχανισμό μέλος (12.12.71) κι εν συνεχεία Β' αντιπρόεδρος (20.1.72) της δεύτερης, 75μελούς «Συμβουλευτικής».

Για το έργο της τελευταίας, εύγλωττος υπήρξε ο πρόεδρός της, Απ. Βογιατζής: «Βασική σκέψις είναι το πνεύμα συνεργασίας της Επιτροπής μετά των κυβερνητικών εκπροσώπων [...] Η ανθρωπότης ευρίσκεται εις το λυκαυγές μίας νέας εποχής. Της εποχής της συνεργασίας, πέραν τυπικών δικαιωμάτων. Τους υψηλούς αυτούς στόχους οφείλει να επιδιώξει η Επιτροπή μας, διά να ανταποκριθεί εις τους υψηλούς στόχους της Επαναστάσεως» («Νέα Πολιτεία» 27.1.72).

Σήμερα, ο πάλαι ποτέ αντιπρόεδρος της «Συμβουλευτικής» ξαναηγείται του αγώνα για την πάταξη των οργάνων της έξωθεν επιβουλής. Οργάνων που, όπως διαπιστώνουμε από το δεύτερο παράδειγμα, σε κάποιες τουλάχιστον περιπτώσεις ταυτίζονται πλήρως με τους «ανθέλληνες Ελληνες» που και τότε υπονόμευαν τα ιερά και όσια της Φυλής...

Οι αιώνιοι ανθέλληνες

«Το Παρόν» του Μάκη Κουρή είναι μια από τις δυο κυριακάτικες εφημερίδες που πρωταγωνιστούν στο τρέχον «κίνημα» για την πάταξη των ιστοριογραφικώς ασχημονούντων. Το πασχαλιάτικο φύλλο του μας πληροφόρησε, μεταξύ άλλων, ότι οι προσβάσεις των ανθελληνικών κύκλων επεκτείνονται πολύ πέρα απ' το ΥΠΕΠΘ:

«Το πανελλήνιο συγκλονίζεται από το σκάνδαλο του βιβλίου Ιστορίας της Στ' Δημοτικού. Αυτό όμως δεν εμπόδισε την ηγεσία του Συλλόγου Φυλακισθέντων και Εξορισθέντων Αντιστασιακών (ΣΦΕΑ) να προτείνει στην Επιτροπή για τα 40 χρόνια από το πραξικόπημα της χούντας το 1967 τρεις ακραιφνείς "εκσυγχρονιστές" απολογητές της λεγόμενης "πολυπολιτισμικής" πολιτικής της παγκοσμιοποίησης: τον κ. Αντώνη Λιάκο, τον κ. Αλιβιζάτο και τον κ. Διαμαντούρο.

Η πολιτική σκοπιμότητα της επιλογής τους είναι καταφανής. Εχει στόχο να καλύψει τα πρόσωπα αυτά και την πολιτική τους με τον μανδύα του αντιδικτατορικού αγώνα και του "αριστερού" αγωνιστή και να συγκαλύψει το σημερινό ρόλο που διαδραματίζουν ως ανταποκριτές [sic] της παγκοσμιοποίησης, ένα δείγμα της οποίας είναι και το βιβλίο της Στ' Δημοτικού.

Για τι αγωνίσθηκε η αντιδικτατορική αντίσταση; Για την αποδόμηση της ελληνικής εθνικής ιδέας, της ελληνικής εθνικής ιστορίας και της ελληνικής εθνικής ταυτότητας; [...] Ο ελληνικός λαός βλέπει στην πατριωτική αντίσταση, στον ισοπεδωτισμό και την αλλοτρίωση της Νέας Τάξης τον ίδιο αγώνα που διεξήγαγε τότε κατά της δικτατορίας και των ξένων υποστηρικτών και προστατών της.

Δεν θα γίνει ο εορτασμός των 40 χρόνων από την αποφράδα ημέρα της εγκαθιδρύσεως της δικτατορίας η κολυμβήθρα του Σιλωάμ για να εμφανισθούν με φωτοστέφανο αυτοί που σήμερα διακηρύσσουν ως στόχο την αποδόμηση της ελληνικής εθνικής ιδέας, του ελληνικού έθνους και της ελληνικής εθνικής ταυτότητας».

Το νόημα του «σκανδάλου» είναι σαφές: όσοι αποκλίνουν από (ή αμφισβητούν εκ βάθρων) τα θέσφατα της ελληνορθοδοξίας και της τρισχιλιετούς συνέχειας του ελληνικού έθνους, δεν δικαιούνται να έχουν την παραμικρή σχέση με την αντιδικτατορική αντίσταση (του «ελληνικού λαού», βεβαίως, ως ενιαίου κι αδιαφοροποίητου συνόλου). Εστω κι αν έγραψαν αυτοπροσώπως κάποιες σελίδες της.

Γιατί υπάρχει κι αυτή η μικρή λεπτομέρεια: στις 4 Φλεβάρη του 1970, ο νυν καθηγητής Ιστορίας Αντώνης Λιάκος, 23 χρόνων τότε, καταδικάστηκε από το Εκτακτο Στρατοδικείο Θεσσαλονίκης σε ισόβια κάθειρξη για τη συμμετοχή του στην ένοπλη αντιδικτατορική οργάνωση «Λαϊκή Πάλη». Στην ίδια ποινή καταδικάστηκαν κι άλλοι 3 σύντροφοί του (ο Στέργιος Κατσαρός, ο Τάσος Δαρβέρης κι ο Τριαντάφυλλος Μηταφίδης), ενώ σε 5 άλλους επιβλήθηκαν ποινές 2,5 - 12 χρόνων. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, η «Λαϊκή Πάλη» είχε ξεκινήσει τη δράση της τον Μάιο του 1967 με προκηρύξεις και σχεδίαζε να χτυπήσει με βόμβες διάφορα κυβερνητικά κτίρια, το αμερικανικό προξενείο, τα γραφεία του ΝΑΤΟ και τις εγκαταστάσεις της ΕΣΣΟ-ΠΑΠΑΣ. Η ιστορία της ομάδας αποτυπώνεται αναλυτικά στις αναμνήσεις δύο από τους πρωταγωνιστές της -του αείμνηστου Δαρβέρη («Μια ιστορία της νύχτας», εκδ. Τρίλοφος, Θεσ/νίκη 1983 και Βιβλιοπέλαγος, Αθήνα 2002) και του Κατσαρού («Εγώ ο προβοκάτορας, ο τρομοκράτης», εκδ. Μαύρη Λίστα, Αθήνα 2000), ενώ ο Λιάκος αναφέρεται σχετικά σ' ένα ευρύτερο, αυτοβιογραφικό του κείμενο (περ. «Ιστορείν», τχ.3, 2001, σ.47-58). Παραδόξως, κανείς τους δεν ζήτησε άδεια από τον Κουρή γι' αυτό.

Ας σοβαρευτούμε. Το πρόβλημα δεν είναι αν κάποιοι γίγαντες της (μεταπολιτευτικής, βεβαίως) δημοκρατίας αμφισβητούν τις αντιστασιακές δάφνες αγωνιστών. Η ουσία βρίσκεται στην εξασθένηση της συλλογικής μνήμης, που επιτρέπει να επαναδιατυπώνεται προγραμματικά το ιστορικό αίτημα της εκκαθάρισης του εκπαιδευτικού μηχανισμού από τα εθνικώς ύποπτα «μιάσματα».

Την ίδια μέρα με το δημοσίευμα του «Παρόντος», στην άλλη κυριακάτικη ναυαρχίδα του εθνικού κινήματος -το «Πρώτο Θέμα»- ο Θέμος Αναστασιάδης απαιτούσε να «αποκλειστούν οριστικά από τη συγγραφή σχολικών βιβλίων (και το διδακτικό έργο) οι συγκεκριμένοι φορείς ψευτοϊστορικών απόψεων με κοινή συνισταμένη τον ενδοτισμό και τον νεοραγιαδισμό». Με επαναθέσπιση, προφανώς, κάποιας μορφής πιστοποιητικού κοινωνικών -ή έστω «εθνικών»- φρονημάτων...

 

(Ελευθεροτυπία, 21/4/2007)

 

www.iospress.gr