Αποκάλυψη για την «επιστημονική» πλαστογράφηση ιστορικών ντοκουμέντων σε συνέδριο στη Φλώρινα

 

Η αλήθεια άργησε 16 χρόνια

 

Tην ώρα που τα λόμπι των επαγγελματιών εθνικοφρόνων της πολιτικής και της δημοσιογραφίας αναμασούν τα στερεότυπα περασμένων δεκαετιών για τους «προαιώνιους εχθρούς» και τον «από βορράν κίνδυνο», η ευχάριστη έκπληξη έρχεται από τον ακαδημαϊκό χώρο που τόσο έχει συκοφαντηθεί τελευταία με αφορμή το βιβλίο Ιστορίας της Στ' Δημοτικού.

Ένα συνέδριο που πραγματοποιήθηκε από το Πανεπιστήμιο της Δυτικής Μακεδονίας στη Φλώρινα την περασμένη βδομάδα (βλ. διπλανή στήλη) έγινε αφορμή για μια πρωτοφανή στα ελληνικά δεδομένα πράξη «επιστημονικής αυτορρύθμισης».

Μας είχε προϊδεάσει η τοποθέτηση στην προμετωπίδα του προγράμματος της γνωστής υποθήκης του Διονυσίου Σολωμού «Το έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικό ό,τι είναι αληθινό». Αλλά και η εισαγωγική ομιλία του κοσμήτορα της Παιδαγωγικής Σχολής καθηγητή Μίμη Σουλιώτη ήταν αξιοπρόσεκτα σαφής: «Η Φλώρινα, όπως και όλη η Ελλάδα και όλη η Τουρκία, πέρασαν έναν αιώνα εθνοκάθαρσης. Όπως έχουμε πολλές φορές δίκιο να παραπονιόμαστε για όσα κτίρια -όπως εκκλησίες- έχουν ταλαιπωρηθεί στη γειτονική χώρα, έτσι πρέπει να αντικρίσουμε επιτέλους και τι κάνουμε εμείς στη δική μας μικρή πόλη. Τι αφήσαμε εμείς από τα δύο τούρκικα νεκροταφεία και το ένα των ντερβίσηδων (όπου είναι σήμερα η Τράπεζα της Ελλάδος), τι αφήσαμε από τα εφτά τζαμιά, τι αφήσαμε απ' αυτό το βαλκανικό άρωμα της πόλης. Ημασταν κι εμείς πολλές φορές εξίσου σκληροί όσο οι γείτονές μας, είτε οι ανατολικοί είτε οι βόρειοι».

Κορυφαία στιγμή του συνεδρίου υπήρξε χωρίς αμφιβολία η ανακοίνωση του καθηγητή Γλωσσολογίας Κ.Δ. Ντίνα με τίτλο: «`Διανομή των ελληνορθοδόξων οικογενειών της πόλεως Φλωρίνης εις τέσσαρας ενορίας'. Σχολιασμένη (επαν)έκδοση της απογραφής του ελληνορθόδοξου πληθυσμού της Φλώρινας από τον Μητροπολίτη Μογλενών και Φλωρίνης Ανθιμο». Οπως εξήγησε ο ομιλητής, ο αρχικός του στόχος ήταν να ξαναδεί από γλωσσολογική και κοινωνιογλωσσολογική ματιά ένα ντοκουμέντο ήδη δημοσιευμένο στον εορταστικό τόμο (τ. 207-210, 1991) του ημικρατικού περιοδικού «Αριστοτέλης» (Σ. Ηλιάδου-Τάχου «Η απογραφή του πληθυσμού της ελληνικής κοινότητας Φλωρίνης του έτους 1905»). Πρόκειται για τον Κώδικα των Συνεδριάσεων της Δημογεροντίας της Φλώρινας των ετών 1907-1912, ο οποίος φυλάσσεται στα αρχεία της τοπικής μητρόπολης.

Ο εισηγητής περιγράφει την «ανθρωπίνως οδυνηρή αλλά και επιστημονικώς ακατανόητη έκπληξη» που δοκίμασε: «Το εν λόγω ιστορικό τεκμήριο είχε βαναύσως κακοποιηθεί και παραποιηθεί. Είχαν προστεθεί αυθαιρέτως ελληνικές καταλήξεις εκεί που το πρωτότυπο δεν είχε και ούτε φαινόταν να λείπουν εξαιτίας κάποιας φυσικής φθοράς ή ανθρώπινης επέμβασης, είχαν παραλειφθεί κατά τη μεταφορά εγγραφές που δεν ήταν καθόλου δυσανάγνωστες, πρόδιδαν όμως μη ελληνική προέλευση των ονομάτων και άλλα παρόμοια».

Αν, πράγματι, συγκρίνει κανείς τη μεταγραφή του 1991 με το πρωτότυπο χειρόγραφο κείμενο του Κώδικα, θα διαπιστώσει αμέσως την απάτη. Ο Κώτε έγινε Κώτας, ο Σπάσες Σπάσης, ο Γιοβάντσε Γιοβότης, ο Ναούμτζε Ναούμτζης, ο Νατσέ Νάτση, ο Ιωάντζε Ιωάντζη, ο Τράιτσε Δογούλ μετονομάστηκε Λογούλης, ο Ιωάννης Μποζίν Ιωάννης Μποζίνου, ο Βούλτσε Βούλτση, ο Κοτλάρτσε Κολάρτσης, ο Κύρστε Κύρτσης, ενώ ο Μποζίν Στόιτσε Βόιτσε «ευπρεπίστηκε» ως Μποζήνος Στόιτσης. Και ο κατάλογος δεν έχει τέλος: ο Στόιτζε Νεδάν έγινε Στόιζης Νεδάνης, κ.λπ. Σε μερικά σημεία βαρέθηκε καθώς φαίνεται η μεταγράφουσα και απλά παρέλειψε τα εθνικώς «ύποπτα»: ο Βάνε Τραϊάν Νάτσε «συντομεύτηκε» σε Νάτσης και ο Κόλε Νάτσε Καραγιάννε σε Καραγιάννης, ενώ ο Ηλίας Γότζε Λέστσα έμεινε Ηλίας Λέστας και ο Τύρπτσε Χρήστου απλώς Χρήστου. Τα παραδείγματα είναι πολλές δεκάδες.

Το αποκορύφωμα της λαθροχειρίας περιλαμβάνεται στα συμπεράσματα της δημοσίευσης του 1991, όπου περιλαμβάνεται η ακόλουθη διατύπωση: «Η ελληνική συνείδηση των κατοίκων της κοινότητας διαφαίνεται τόσο από την ύπαρξη των ελληνικών καταλήξεων των επωνύμων, όσο και από την πρόθυμη συμμετοχή τους στην απογραφή αυτή, σε μια περίοδο που οι εθνικές αντιπαραθέσεις κόστιζαν συχνά τη ζωή των 'ελληνοφρόνων'».

Μ' άλλα λόγια, η συγγραφέας παραποίησε τα ονόματα και απ' αυτή την παραποίηση έβγαλε και εθνωφελή συμπεράσματα!
 
Ο κ. Ντίνας εξήγησε τους λόγους που αυτή η πλαστογραφία ήταν και μάταιη: «Είναι επιστημονικώς αφελές να νομίζει κανείς ότι με την προσθήκη ελληνικών καταλήξεων σε μη ελληνικής προέλευσης ονόματα 'λύνει το πρόβλημα' της ελληνικότητας των επωνύμων. Δεν νομίζω να πιστεύει κανείς σ' αυτή την αίθουσα ότι ο Γεώργιος Κάνιγκ (George Canning) έγινε ξαφνικά Ελληνας επειδή δόθηκε το όνομά του εξελληνισμένο στη γνωστή Πλατεία Κάνιγγος. Αλλωστε, όταν προσπαθεί κανείς να ετυμολογήσει ένα όνομα, το πρώτο που αφαιρεί είναι η κατάληξη, για να δει ποιο είναι το λεξικό μόρφημα στο οποίο προστέθηκε η συγκεκριμένη κατάληξη. Ετσι ο ερευνητής επιστήμονας είτε Κύρτση είτε Κύρτσο βρει γραμμένο, θα πρέπει να αναχθεί στη σλαβική εκδοχή του ονόματος Σταύρος=Κύρτσε [Κύρστε]. [...] Είναι όμως από την άλλη επιστημονικώς εξοργιστικό να προσπαθεί κανείς να βγάλει προαποφασισμένα συμπεράσματα περί της ελληνικότητας και της ελληνοφροσύνης των απογραφούμενων κατοίκων της Φλώρινας εκείνης της εποχής με στοιχεία που δεν προκύπτουν από το κείμενο του ιστορικού τεκμηρίου αλλά από την δική του αντιεπιστημονική παραποίηση».

Η ανακοίνωση του κ. Ντίνα έπεσε σαν βόμβα στο συνέδριο. Οχι μόνο επειδή οι κανόνες της κακώς εννοούμενης ακαδημαϊκής αλληλεγγύης καταπνίγουν συνήθως αυτές τις αποκαλύψεις, αλλά κυρίως επειδή η δράστις του επίμαχου κειμένου του 1991 ήταν παρούσα στην αίθουσα, εισηγήτρια μάλιστα και μέλος της οργανωτικής επιτροπής του συνεδρίου. Η ίδια αντιμετώπισε σιωπηλή την αποκάλυψη (τι να πει;), αλλά οι ερωτήσεις των συνέδρων φώτισαν ακόμα περισσότερο το πλαίσιο της πλαστογράφησης.

Η σημασία της ανακοίνωσης δεν περιορίζεται στην αποκατάσταση ενός κακοποιημένου ιστορικού ντοκουμέντου μεγάλης αξίας. Ακόμα σημαντικότερη είναι η προσφορά ενός αδιάψευστου τεκμηρίου για τον τρόπο που είχε εισβάλει στον ακαδημαϊκό χώρο και στις επιστημονικές δημοσιεύσεις η άνωθεν επιταγή προσαρμογής της πραγματικότητας στο καλαπόδι της εθνικής σκοπιμότητας.

Από αυτή την άποψη θα ήταν λάθος και άδικο να επωμιστεί το βάρος της λαθροχειρίας η συγγραφέας του άρθρου του 1991. Οσοι έζησαν την περίοδο εκείνη θυμούνται ότι πολλοί γνωστοί και καταξιωμένοι επιστήμονες, άνθρωποι του πνεύματος, αλλά και ολόκληρα πνευματικά ιδρύματα μετατράπηκαν σε εργαστήρια προπαγάνδας, για να αποδείξουν πάση θυσία το σύνθημα ότι «η Μακεδονία είναι μία και ελληνική». Οι ελάχιστοι που τόλμησαν να αντισταθούν στον οδοστρωτήρα της διατεταγμένης εθνικοφροσύνης αντιμετώπισαν λοιδορίες, ακαδημαϊκή απομόνωση, ακόμα και διώξεις. Αλλωστε και το επίμαχο δημοσίευμα στον «Αριστοτέλη» του 1991 από την πρώτη του φράση αναγγέλλει ότι «είναι ενταγμένο στα πλαίσια μιας γενικότερης προσπάθειας για τη συλλογή των στοιχείων εκείνων που θα αποδείξουν την αδιαμφισβήτητη ελληνικότητα της Μακεδονίας, θα εξάρουν τη δράση του ελληνικού στοιχείου και θα αποτελέσουν την αδιαφιλονίκητη απάντηση του ελληνισμού στις απόπειρες πλαστογράφησης της ιστορίας του». Απαντάμε λοιπόν στους ξένους πλαστογράφους με τις δικές μας πλαστογραφήσεις.

Η τελευταία, αλλά όχι λιγότερης σημασίας, προσφορά της ανακοίνωσης του κ. Ντίνα είναι ότι ξεπερνά τις συνήθεις αναστολές κάθε συντεχνίας και υποδεικνύει τον τρόπο που η ίδια η ακαδημαϊκή κοινότητα μπορεί να αποκαθηλώσει τις ψευδοεπιστημονικές πραγματείες που πλημμύρισαν τα ράφια των βιβλιοπωλείων και τις σελίδες των δήθεν επιστημονικών (αλλά στην πραγματικότητα προπαγανδιστικών) περιοδικών, εκείνη τη θλιβερή περίοδο των συλλαλητηρίων.

 

Η αποκατάσταση του Νετζατί Τζουμαλί

Με τίτλο «Ενας Τούρκος συγγραφέας από τη Φλώρινα» οργανώθηκε την περασμένη βδομάδα από το Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας διεθνές συνέδριο για τον Νετζατί Τζουμαλί (1921-2001). Δυστυχώς το ελληνικό κοινό γνώρισε τον σημαντικό αυτό Τούρκο συγγραφέα από τη διεθνή τηλεοπτική υπερπαραγωγή που πρόβαλε το 2005 η ΝΕΤ «Ο τελευταίος Αρχοντας των Βαλκανίων» και το ομότιτλο βιβλίο των εκδόσεων Αγκυρα. Με την πλαστογράφηση αυτή του πρωτότυπου έργου του Τζουμαλί «Ερμα Βουνά» έχει ασχοληθεί ο «Ιός» («Η τελευταία αρπαχτή των Βαλκανίων», 24/7/05). Μια από τις ανακοινώσεις στο συνέδριο (της Νεκταρίας Δασκαλάκη και της Αννας Βακάλη) στηριζόταν και σ' αυτό το δημοσίευμά μας. Δυστυχώς είναι από καιρό εξαντλημένα τα δύο γνήσια βιβλία του Τζουμαλί που έχουν εκδοθεί στην Ελλάδα («Πικρός Καπνός» σε μετάφραση Πέτρου Μάρκαρη, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1979 και «Μακεδονία 1900» με εισαγωγή - μετάφραση Άνθης Καρρά, εκδ. «Βαλκανικό Ασυλο Ποίησης», Πρέσπες 2001). Όπως αναμενόταν, το συνέδριο περιστράφηκε κυρίως σε αναλύσεις που βασίζονταν σ' αυτό το δεύτερο έργο. Το σίγουρο είναι ότι με τη δημοσίευση των πρακτικών του συνεδρίου που αναμένεται να πραγματοποιηθεί εντός του 2007, η επιστημονική κοινότητα του Πανεπιστημίου της γενέτειράς του θα έχει αποκαταστήσει τη μνήμη του Τζουμαλί.

Από τις πολλές ενδιαφέρουσες ανακοινώσεις, και πέρα από τις ομιλίες των δύο Τούρκων καθηγητών Σύγχρονης Τουρκικής Λογοτεχνίας (Εμέλ Κεφελί και Χαλίκ Χαρούν Ντουμάν), διακρίναμε τις δύο παρεμβάσεις της Ανθής Καρρά (η πρώτη με πιο προσωπική μαρτυρία από τη γνωριμία της με τον Τζουμαλί και η δεύτερη για τη διαχείριση της οικογενειακής μνήμης στο έργο του), την ανθρωπολογική προσέγγιση του Ιωάννη Μάνου («Η αναπαράσταση της πολιτισμικής ετερότητας στην περιοχή της Φλώρινας μέσα από τα διηγήματα του Νετζατί Τζουμαλί») και την προσπάθεια «ηλεκτρονικής χαρτογράφησης της οθωμανικής Φλώρινας» από τον Γιάννη Κασκαμανίδη.

Στο σύνολό τους οι εισηγήσεις είχαν μπολιαστεί από το ανθρωπιστικό, αντιπολεμικό και αντιεθνικιστικό πνεύμα του Τζουμαλί. Μοναδική παραφωνία, η ανοιχτή αντισημιτική κραυγή του Ειρηναίου Χατζηεφραιμίδη, ο οποίος μιλώντας για τους σύγχρονους Ισραηλινούς θεώρησε καλό να μας θυμίσει ότι «αυτοί πήραν πάνω τους το αίμα του Θεανθρώπου». Καθώς φαίνεται η ιερατική ιδιότητα του ομιλητή (αρχιμανδρίτης) επικράτησε της επιστημονικής (λέκτορας). Το τραγικό είναι ότι αμέσως μετά ακολούθησε η ανακοίνωση του Κωνσταντίνου Σεχίδη για τους (εξολοθρευμένους) «Εβραίους της Φλώρινας».


 

(Ελευθεροτυπία, 9/6/2007)

 

www.iospress.gr