Αλυτο το πρόβλημα της πολιτικής υποεκπροσώπησης των γυναικών
Εδρανα γένους αρσενικού
"Ολα τα 'χει το ψηφοδέλτιο, η Μαριορή του έλειπε"
(«Πρώτο Θέμα», 16/9/2007)
Για μια ακόμη φορά, η εικόνα βγάζει μάτι: λίγες είναι και πάλι οι γυναίκες που
θα καταλάβουν κάποιο έδρανο της νέας Βουλής. Σε πλήρη αναντιστοιχία με τις
δοκιμασμένες πλέον επιδόσεις ενός ικανού αριθμού πολιτικών γένους θηλυκού, η
υποεκπροσώπηση του γυναικείου φύλου στο Κοινοβούλιο θα συνεχιστεί και την
ερχόμενη τετραετία, αποδεικνύοντας ότι, παρά τις συνήθεις περί του αντιθέτου
ρητορείες των κομμάτων, η διαδικασία εισδοχής των γυναικών στο ανδρικό άβατο της
πολιτικής παραμένει εξαιρετικά αργόσυρτη.
Ούτως ή άλλως, η σύντομη προεκλογική περίοδος δεν ευνόησε την ανάδειξη νέων
γυναικών υποψηφίων, ενώ η σφιχτή ατζέντα των θεμάτων που μονοπώλησαν την
προεκλογική συζήτηση ήταν επόμενο να μην περιλάβει ένα ζήτημα που θεωρείται
λυμένο από καιρό. Εκτός αυτού, τα κόμματα (υποτίθεται πως) έχουν εγκαίρως
αντιμετωπίσει το πρόβλημα της χαμηλής γυναικείας εκπροσώπησης θεσπίζοντας θετικά
μέτρα για την ανάδειξη γυναικών στα όργανά τους και φροντίζοντας να καταρτίζουν
ψηφοδέλτια από τα οποία να μην απουσιάζουν οι γυναίκες - ή, τουλάχιστον, κάποιο
μικρό ή μεγαλύτερο δείγμα τους.
Ιεραρχήσεις και αποκλεισμοί
Στο κλίμα αυτό, το αίτημα για μεγαλύτερη συμμετοχή των γυναικών στην πολιτική
αντιμετωπίζεται πια ως ξεπερασμένο και παραπέμπει σε εποχές κατά τις οποίες οι
γυναίκες ήταν ακόμη λογικό να διεκδικούν ένα κομμάτι της κοινοβουλευτικής πίτας
που έκτοτε τους έχει παραχωρηθεί πλουσιοπάροχα. Εξίσου αρχαϊκά ηχούν στις ημέρες
μας και τα προβλήματα που σχετίζονται με τις γυναίκες ως κοινωνική κατηγορία.
Χαρακτηριστικές είναι από την άποψη αυτή οι τελευταίες προεκλογικές αντιμαχίες
των δύο μεγάλων κομμάτων σχετικά με την πρόωρη συνταξιοδότηση των γυναικών ή/και
τη σύνταξη των νοικοκυρών: ευαίσθητα όσο και δυσεπίλυτα θέματα που αφορούν άμεσα
τις γυναίκες και για τα οποία έχει προϋπάρξει μεγάλη -εγχώρια και διεθνής-
συζήτηση ανασύρθηκαν από τα κομματικά επιτελεία, ερήμην των ίδιων των
ενδιαφερομένων, ως τυχαία προεκλογικά πυροτεχνήματα ικανά να φέρουν τον αντίπαλο
σε δύσκολη θέση και να τον υποχρεώσουν να αντεπιτεθεί πλειοδοτώντας. Τα εκλογικά
αποτελέσματα, εξάλλου, δεν μας επιτρέπουν να δούμε να πραγματοποιείται η
εξαγγελία του Γιώργου Παπανδρέου για μια κυβέρνηση με γυναίκες στους μισούς
υπουργικούς θώκους. Είναι, άραγε, αυθαίρετο να υποθέσουμε ότι το σκανδιναβικό
μοντέλο συγκρότησης της εκτελεστικής εξουσίας είναι το τελευταίο που απασχολεί,
τη στιγμή αυτή, τον Ευάγγελο Βενιζέλο;
Οπως και να έχει, ο αριθμός των γυναικών που μπαίνουν και αυτή τη φορά στη Βουλή
είναι ιδιαίτερα μικρός. Ως τη στιγμή που γράφονταν οι γραμμές αυτές, 18 γυναίκες
βουλευτές εκλέγει η Ν.Δ., 20 το ΠΑΣΟΚ, 7 το ΚΚΕ, 2 ο ΣΥΡΙΖΑ και 1 ή 2 ο ΛΑΟΣ (Ας
σημειωθεί το αναλογικά υψηλό ποσοστό των γυναικών που εκλέγει το ΚΚΕ, κι ας
είναι το μόνο κόμμα που δεν έχει υιοθετήσει θετικά μέτρα για την προώθηση των
γυναικών). Εξαιρετικά εύγλωττη είναι η απουσία γυναικών στο «πλήρως ανανεωμένο»
κυβερνητικό σχήμα: μία υπουργός και μία υφυπουργός είναι μια πραγματικότητα που
αφενός διαψεύδει τις προεκλογικές υποσχέσεις τής κυβερνητικής παράταξης για τη
μετεκλογική μεταχείριση των γυναικών (της), αφετέρου υποδεικνύει ότι παραμένουν
πανίσχυροι οι αποκλεισμοί που έχουν να αντιμετωπίσουν οι γυναίκες και μετά την
επιτυχή είσοδό τους στην πολιτική.
Μία από τα ίδια
Επαναλαμβάνεται, επομένως, το σκηνικό που διαμορφώθηκε μετά τις εκλογές του
2004, όταν κόμματα και μέσα ενημέρωσης πανηγύριζαν για την αύξηση του (γελοίου)
ποσοστού των γυναικών στη Βουλή. Σημειώναμε τότε (28/03/2004) ότι οι όροι από
τους οποίους εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό η υποδοχή των γυναικών στο βαθύτατα
ανδροκρατικό πολιτικό πεδίο παραμένουν εξαιρετικά δυσμενείς και υποστηρίζαμε ότι
οι εκλογές του 2004 συνιστούν τομή στην εγχώρια ιστορία της πολύπαθης σχέσης των
γυναικών με την πολιτική: κατά πρώτον γιατί απέδειξαν ότι οι περί ισότητας λόγοι
των κομμάτων μπορούν μια χαρά να συνδυάζονται με τις ακραία πατερναλιστικές
απόψεις και στάσεις των αρχηγών και των επιτελείων τους. Και κατά δεύτερον,
γιατί στις εκλογές αυτές παγιώθηκαν κάποιες παμπάλαιες αναμονές κομμάτων και
εκλογικού σώματος από τις γυναίκες, αναμονές με τις οποίες οι υποψήφιες οφείλουν
να συμμορφωθούν εφόσον επιθυμούν να αυξήσουν τις πιθανότητές τους να εκλεγούν.
Ετσι, με τη διεκδίκηση της ισότητας να συνδυάζεται δήθεν αρμονικά με την
κατάφαση των υποτιθέμενων διαφορών τους, οι γυναίκες αποδέχθηκαν εκούσες άκουσες
το μήνυμα: προκειμένου να συμμετάσχουν στα κοινά, καλά θα κάνουν να το πάρουν
απόφαση ότι καλούνται στον δημόσιο βίο βάσει κάποιων έμφυλων, δοκιμασμένων κατά
τη μακραίωνη άσκηση των οικογενειακών τους ρόλων, ιδιοτήτων, οι οποίες
παρουσιάζονται ως ικανές να «εξανθρωπίσουν» το σκληρό -εξού και «ανδρικό» -
επάγγελμα της πολιτικής. Με την έννοια αυτή, η υποδοχή των γυναικών στην
πολιτική δεν συνιστά μια προσπάθεια επανόρθωσης μιας παλιάς αδικίας, αλλά
προτείνεται σαν δοκιμή για την άσκηση μιας «διαφορετικής πολιτικής», βασισμένης
στις υποτιθέμενες γυναικείες αρετές και δεξιότητες: την ανιδιοτέλεια, την
αφοσίωση, την ομορφιά και, κυρίως, τη μητρική αυτοθυσία.
«Σταυρώστε με, σταυρώστε με»
Δεν εξαντλείται, ωστόσο, εδώ το μήνυμα που οι νέοι καιροί στέλνουν σε όσες
γυναίκες αποφασίσουν να επιλέξουν την πολιτική αρένα: αφού ζουν σε μια εποχή που
οι γυναίκες θεωρούνται ισότιμες, οι υποψήφιες έχουν την υποχρέωση, παραμένοντας
γυναίκες, να πείσουν και ότι δεν υστερούν σε εφόδια και περγαμηνές των ανδρών
συνυποψηφίων τους. Η έντονη παρουσία κάποιων δυναμικών γυναικών που έχουν
αποδείξει ότι είναι σε θέση να ασκούν πολιτική με άνεση που θα ζήλευαν πολλοί
άρρενες συνάδελφοί τους, καθιστά ασφαλώς υπαρκτό και ένα πρότυπο που παρεκκλίνει
από τον άτυπο -πλην πανίσχυρο- κανόνα που καθορίζει το πλαίσιο της συμμετοχής
του γυναικείου φύλου στην πολιτική. Από την άποψη αυτή, είναι σαφές ότι υπάρχουν
περισσότερα από ένα στερεότυπα της γυναίκας πολιτικού: γυναίκες που έχουν, για
παράδειγμα, χρηματίσει υπουργοί μοιάζουν να μην έχουν την παραμικρή σχέση με τα
χαρακτηριστικά που προβάλλουν οι λεγόμενες «ωραίες του Βορρά». Είναι, όμως,
έτσι;
Διαφορετικά στερεότυπα μπορούμε αναμφίβολα να συναντήσουμε και μεταξύ των ανδρών
υποψηφίων. Εκείνο που έχει, όμως, σημασία είναι ότι στην περίπτωση των γυναικών
οι αντιφατικές προδιαγραφές για τη συμμετοχή τους στην πολιτική τις ωθούν να
μετακινούνται από το ένα στερεότυπο στο άλλο, υποχρεώνοντας πολιτικούς με
αποδεδειγμένες ικανότητες να προβάλλουν τις «γυναικείες» αρετές τους και την
οικογενειακή ευτυχία τους ή, ακόμη, να προσπαθούν να προσαρμόσουν την εικόνα
τους στο προσφιλές στα μέσα ενημέρωσης και επιβραβευμένο από το εκλογικό σώμα
πρότυπο των νεαρών καλλονών που βάλθηκαν εσχάτως να εκπορθήσουν το Κοινοβούλιο.
Με την προβολή που εξασφαλίζουν, «καλτ» γυναικείες προσωπικότητες σαν την Εφη
Σαρρή του ΛΑΟΣ ή ρηξικέλευθες υποψήφιες σαν τη Μαίρη Ακριβοπούλου του ΠΑΣΟΚ
(άρεσε πολύ η δήλωσή της ότι το πιο εξωτικό μέρος που έχει κάνει σεξ είναι η
Κούβα), έρχονται κι αυτές να βάλουν το λιθαράκι τους στην υποτυπώδη δημόσια
συζήτηση για τη σχέση των γυναικών με την πολιτική. Το πρόβλημα δεν είναι πώς
ακριβώς «πολιτεύονται» οι συγκεκριμένες υποψήφιες, όσο το γεγονός ότι κατά έναν
παράδοξο τρόπο οι συμπεριφορές τους αντανακλούν σε όλες ανεξαιρέτως τις ομόφυλές
τους: οι γυναίκες πολιτικοί, παρά τις τεράστιες διαφορές τους, συνεχίζουν να
αντιμετωπίζονται βάσει του φύλου τους ως μία ειδική κατηγορία, κάτι που,
προφανώς, δεν ίσχυσε ποτέ για τους άνδρες πολιτικούς που, και ως δημόσια
πρόσωπα, συνεχίζουν να διατηρούν την ατομικότητά τους. Ποιος θα σκεφτόταν να
αποδώσει συλλήβδην στο ανδρικό φύλο την εμμονή του κυρίου Βεργή με το πέος του;
«Είμαι γυναίκα, δηλαδή "καπάτσα"», υποστήριξε προεκλογικά η Μίκα Ιατρίδη της
Ν.Δ. Δυστυχώς, τη γυναικεία τους «φύση» ως επιχείρημα για τη σταυροδότησή τους
πρόβαλαν και συνυποψήφιές της που θα μπορούσαν, επιτέλους, να διεκδικήσουν την
ψήφο των πολιτών χωρίς να καταφύγουν σε καθησυχαστικά τερτίπια που παραπέμπουν,
εμμέσως πλην σαφώς, στο φύλο τους: τι χρειαζόταν η Ντόρα Μπακογιάννη τη
φωτογραφία ενός παιδιού στο εξώφυλλο του προεκλογικού της φυλλαδίου; Και γιατί η
Μαρία Δαμανάκη επιλέγει να αυτοπαρουσιάζεται ως σκέτη Μαρία («Μαζί με τη Μαρία»)
στο δικό της; Οσο για την μέχρι πρότινος πρόεδρο της Βουλής Αννα Μπενάκη-Ψαρούδα,
μπορεί άραγε να σκεφτεί ένα αντίστοιχο τετράστιχο με αυτό που της αφιέρωσαν
παιδιά από τη Βουλή των Εφήβων να απευθύνεται στον προκάτοχό της Α. Κακλαμάνη;
(«Να κάτσεις, Αννούλα, χρονάκια πολλά/ στην έδρα επάνω για μας τα παιδιά!/ Γερή
σιδερένια και να 'σαι καλά,/ αντίο! Τα λέμε του χρόνου ξανά!».)
Είναι προφανές ότι οι περισσότερες υποψήφιες, κυρίως εκείνες των κομμάτων
εξουσίας, δεν έχουν τη θέληση ή τα κότσια να αντιπαρατεθούν στις προϋποθέσεις
από τις οποίες εξαρτάται η είσοδος των ίδιων και των ομοφύλων τους στην
πολιτική. Ούτως ή άλλως, πολλές ανάμεσά τους έχουν συνδιαμορφώσει αυτές τις
προϋποθέσεις, φροντίζοντας να παρουσιάσουν το φύλο τους ως εγγύηση για το είδος
της πολιτικής που θα ακολουθήσουν. Στο κλίμα αυτό, μια ευχάριστη έκπληξη υπήρξε
η σχετική τοποθέτηση τριών νέων γυναικών, της Μαρίας Βαμβουρέλλη, της Ράνιας
Σβίγγου και της Ελευθερίας Χατζηγεωργίου, υποψηφίων του ΣΥΡΙΖΑ στις δύο
περιφέρειες της Αθήνας: σε κείμενό τους που δημοσιεύτηκε τις παραμονές των
εκλογών («Αυγή», 9/9/07), οι τρεις υποψήφιες επαναφέρουν στη συζήτηση το φύλο
(και) ως πολιτικό διακύβευμα, θυμίζοντας με τον τρόπο τους ότι το φύλο της
πολιτικού δεν ταυτίζεται σώνει και καλά με το φύλο της πολιτικής της.
(Ελευθεροτυπία, 22/9/2007)