Ποιοι είναι οι επαναστατημένοι μοναχοί της Μιανμάρ

 

Ο βουδισμός της Αντίστασης



Απέχουμε έτη φωτός από την εποχή που η αιματηρή καταστολή μιας λαϊκής εξέγερσης από κάποια στρατιωτική χούντα, σε οποιοδήποτε σημείο του πλανήτη, προκαλούσε στη χώρα μας όχι μόνο συναισθήματα αλλά και εκδηλώσεις συμπάθειας κι αλληλεγγύης.

Στην περίπτωση όμως της Βιρμανίας, που οι δικτάτορες μετονόμασαν σε Μιανμάρ, οι δημόσιες αντιδράσεις για τη σφαγή της 26ης Σεπτεμβρίου κινήθηκαν στα όρια του σουρεαλισμού. Ξεκινώντας από τη μαζική συμμετοχή βουδιστών μοναχών, οι περισσότεροι σχολιαστές του αθηναϊκού Τύπου μπέρδεψαν τις αντιδικτατορικές διαδηλώσεις της Γιανγκόν με τις «λαοσυνάξεις» της ελλαδικής Εκκλησίας.

Το φαινόμενο δεν είναι καινούριο ούτε περιορίζεται στη μακρινή Βιρμανία. Επί Ψυχρού Πολέμου ουκ ολίγοι θεωρούσαν σαν παγκόσμια ηγεμονία των μαρξιστικών ιδεών την υιοθέτηση του κόκκινου αστεριού από κάποιους τριτοκοσμικούς πολέμαρχους (ή και πραξικοπηματίες) που έκριναν ότι -για γεωπολιτικούς λόγους- τους συνέφερε περισσότερο να στηριχτούν στη Μόσχα ή στο Πεκίνο αντί για την Ουάσιγκτον ή το Παρίσι. Στην τωρινή όμως περίπτωση, έχει κανείς την αίσθηση ότι η Βιρμανία κι ο λαός τους απουσιάζουν ολοκληρωτικά από μια συζήτηση που (υποτίθεται ότι) τους αφορά.

Οταν το ράσο γίνεται σημαία...

Για το ΚΚΕ, η αμηχανία απέναντι σε μια εξέγερση που δεν μπορεί εύκολα να ταξινομηθεί με βάση τα προϋπάρχοντα κλισέ είναι μάλλον εύλογη. Εξ ου και η προσφυγή στα μισόλογα και τα αστειάκια, όπως η «εκτίμηση» της Λιάνας Κανέλλη ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα οργανώσει συνάθροιση με πορτοκαλί μπλουζάκια υπέρ της λειτουργίας εστίας βουδιστών παπάδων, με την ευγενική χορηγία κάποιας ασιατικής πολυεθνικής που βάζει τους ανθρώπους της πάνω από τα κέρδη» («Ριζοσπάστης» 30.9.07).

Απλούστερα είναι τα πράγματα με την εκ δεξιών αρθρογραφία. Αν για την «Ελεύθερη Ωρα» του Μιχαλόπουλου «οι μοναχοί στη Βιρμανία δίδαξαν, για μία ακόμη φορά, ότι το Ράσο -ανεξαρτήτως Δόγματος και χρώματος- μπορεί και ξέρει από αγώνες για την ελευθερία» (7.10.07), οι περισσότεροι σχολιαστές άδραξαν απλώς την ευκαιρία για να κατακεραυνώσουν την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ που εξέφρασε την αλληλεγγύη της στην εξέγερση. Αντικείμενο της πολεμικής -τι άλλο;- η υποτιθέμενη «επιλεκτικότητα» των αριστερών όσον αφορά τους αγωνιζόμενους κληρικούς.

Κάτω από τον τίτλο «Οχι στους παπάδες, ναι στους βουδιστές!», ο «Αδέσμευτος Τύπος» της 2.10.07 μας πληροφορεί π.χ. ότι «μπορεί στην Κουμουνδούρου να βγάζουν σπυράκια όταν ακούν για ράσο, όταν πρόκειται για βουδιστές μοναχούς τα πράγματα αλλάζουν». Συμπέρασμα: «Ποιος είπε ότι ο Αλέκος δεν είναι άνθρωπος της Εκκλησίας; Της βουδιστικής εννοείται!».

Περισσότερο λιανά τα κάνει, στο ίδιο φύλλο, ο εμπειρογνώμων περί τα τρομοκρατικά Μιχάλης Δημητρίου: «Γιατί κάθε δήλωση του Αρχιεπισκόπου και κάθε διαμαρτυρία για μέτρα της Πολιτείας (ταυτότητες, βιβλίο Ιστορίας) λοιδορείται και αμφισβητείται από ορισμένους; Και μάλιστα από τους ίδιους που εξυμνούν αυτές τις μέρες τους βουδιστές μοναχούς της Ρανγκούν που πρωτοστατούν στις διαμαρτυρίες και ενθαρρύνουν τον λαό να βγει στους δρόμους;»

Ο μόνος που δεν φαίνεται να πήρε καθόλου είδηση τα παραπάνω είναι ο πρώην ευρωβουλευτής της Ν.Δ. (και παραλίγο αναμορφωτής του Συντάγματος) Γιάννης Μαρίνος. «Είναι γνωστό», γράφει στο «Βήμα» (7.10.07), «ότι η μαρξιστική Αριστερά και οι συγγενείς ιδεολογίες περιφρονούν τις μεταφυσικές ανησυχίες και πάντοτε τάσσονται κατά του δικαιώματος των θρησκευτικών ηγεσιών να κρίνουν τα πολιτικά συστήματα. [...] Πώς λοιπόν να δεχθούν και να υπερασπισθούν την επαναστατική πρωτοπορία θρησκευομένων και μάλιστα με ειρηνικά μέσα;» («Το Βήμα» 7.10.07).

Ψωμί κι ελευθερία

Συνειδητά ή όχι, οι παραπάνω εξομοιώσεις της βιρμανικής εξέγερσης με το καθ' ημάς «περιβόλι της Παναγιάς» παραγνωρίζουν δύο κρίσιμα πράγματα. Το πρώτο αφορά τις πραγματικές διεκδικήσεις του αντιδικτατορικού κινήματος της Μιανμάρ. Κεντρικά αιτήματα των διαδηλωτών υπήρξαν η ανατροπή της στρατιωτικής χούντας που κυβερνά τη χώρα από το 1962 και -κυρίως- η ανάκληση της πρόσφατης (15.8.07) απότομης αύξησης της τιμής των καυσίμων κατά 500%, αύξησης που συμπαρέσυρε προς τα πάνω το κόστος ζωής, καθιστώντας ακόμη πιο δραματικές τις (ήδη εξαιρετικά χαμηλές) βιοτικές συνθήκες της μεγάλης πλειοψηφίας του πληθυσμού.

Θα μπορούσε κανείς να φανταστεί ανάλογες κινητοποιήσεις του ελληνορθόδοξου κλήρου; Παπάδες να τα σπάνε, π.χ., στο Σύνταγμα ενάντια στην κατάργηση της επιδότησης του πετρελαίου θέρμανσης, καλόγριες να ξηλώνουν τις κάμερες παρακολούθησης του C4I ή μητροπολίτες να εισβάλλουν αιφνιδιαστικά σε αστυνομικά τμήματα για να διαπιστώσουν από κοντά τις συνθήκες κράτησης των συλληφθέντων; Αστεία πράγματα, θα πείτε (και θα συμφωνήσουμε). Στην ελληνική Ιστορία, οι λειτουργοί του Υψίστου έχουν κατά κανόνα άλλα ενδιαφέροντα κι ασχολίες.

Υπάρχει άλλωστε ένα και μοναδικό ιστορικό προηγούμενο που επιβεβαιώνει, ως εξαίρεση, τον κανόνα: όταν κάποιοι συμπολίτες μας αυτοπροσδιοριζόμενοι πολιτικά ως χριστιανοί (η «Χριστιανική Δημοκρατία» του 1972-74) τόλμησαν να αντιταχθούν στη χουντική τυραννία, αυτό που έμεινε στη συλλογική συνείδηση και μνήμη ήταν ακριβώς η αντίστασή τους στους ελληνορθόδοξους δικτάτορες (και την επίσημη εκκλησιαστική ιεραρχία) κι όχι η θεολογίζουσα (και κάποιες φορές άκρως συντηρητική) ιδεολογική επένδυση της στάσης τους.

Κοινωνική μαθητεία

Το πιο σημαντικό είναι ωστόσο η χαώδης διαφορά που οι επικλήσεις ενός και του αυτού «ράσου», εδώ και στη Βιρμανία, επιχειρούν να συγκαλύψουν. Δεν αναφερόμαστε στις υπαρκτές διαφορές θεολογικού χαρακτήρα μεταξύ βουδισμού και χριστιανορθοδοξίας, που σε τελική ανάλυση ελάχιστο ρόλο παίζουν στο ζήτημα της πολιτικής κινητοποίησης των αντίστοιχων μοναστικών κοινοτήτων, αλλά στα βασικά κοινωνικά χαρακτηριστικά των τελευταίων.

Αντίθετα με την ορθόδοξη (και όχι μόνο) χριστιανική Εκκλησία, όπου η χειροτονία ισοδυναμεί με διά βίου ένταξη σ' έναν κλειστό ιεραρχικό μηχανισμό, ο δε μοναχισμός συνεπάγεται (θεωρητικά τουλάχιστον) την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη αποκοπή από τα εγκόσμια, στο βουδισμό -κι ιδιαίτερα στην εκδοχή «Θεραβάντα» που επικρατεί στη Βιρμανία και τις γειτονικές της χώρες- η ιδιότητα του μοναχού οδηγεί όχι στην απομόνωση αλλά σ' ένα ιδιότυπο είδος «κοινωνικής μαθητείας» στο οποίο υποβάλλεται η συντριπτική πλειονότητα του άρρενος πληθυσμού για ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα. Οι μοναχοί δεν κλείνονται σε μοναστήρια μακριά από τον κόσμο αλλά -υποβαλλόμενοι σε μια διαδικασία αυτοταπείνωσης- ζητιανεύουν το φαΐ τους από την υπόλοιπη κοινωνία, με την οποία βρίσκονται έτσι σε διαρκή επαφή.

Η καθοριστική αυτή λεπτομέρεια δεν πέρασε απαρατήρητη από τα ξένα ΜΜΕ που κάλυψαν την εξέγερση. «Οι άντρες είναι μοναχοί για σύντομες περιόδους της ζωής τους: μια φορά πριν από την ηλικία των 20 χρόνων και μια φορά μετά», επισημαίνει π.χ. η «Le Monde» (3.10.07). «Στην πράξη όλοι οι άνδρες υπήρξαν μοναχοί σε κάποια δεδομένη στιγμή της ζωής τους», εξηγεί πάλι ένας εμπειρογνώμονας στο Γαλλικό Πρακτορείο, τονίζοντας πως ο μοναχισμός, «έστω και για ένα σύντομο διάστημα, είναι θρησκευτικό καθήκον για τους νέους κι ένας τρόπος να τιμήσουν τις θυσίες που υπέστησαν οι οικογένειές τους. [...]. Ετσι, σχεδόν σε κάθε βουδιστική οικογένεια, τουλάχιστον ένα μέλος της έχει διασχίσει το κατώφλι ενός μοναστηριού για να σπουδάσει» (24.9.07). Λίγες μέρες αργότερα, τηλεγράφημα του ίδιου πρακτορείου επισημαίνει ξανά πως «κάθε Βιρμανός, των στρατιωτών συμπεριλαμβανομένων, περνά μια περίοδο της ζωής του σε μοναστήρι» (28.9.07).

Την πληροφορία επιβεβαιώνουν και οι ειδικευμένοι ταξιδιωτικοί οδηγοί που εκδόθηκαν πολύ πριν από τα γεγονότα: «Από κοινωνική άποψη, κάθε άρρεν της Μιανμάρ αναμένεται να αναλάβει προσωρινά μοναστική κατοικία δυο φορές στη ζωή του: μια φορά ως samanera (δόκιμος μοναχός) στην ηλικία μεταξύ 10 και 20 ετών, και ξανά ως hpongyi (πλήρως χειροτονημένος μοναχός) κάποια φορά μετά την ηλικία των 20 χρόνων», διαβάζουμε π.χ. στο «Myanmar (Burma)» των εκδόσεων «Lonely Planet» (Οκτ. 2005, σ. 58). «Οι περισσότεροι μοναχοί είναι μαθητές και δόκιμοι που φορούν το μοναχικό ένδυμα προσωρινά μόνο», συμπληρώνει ένας άλλος. «Σχεδόν όλοι οι άρρενες Βιρμανοί αφιερώνουν και χρονική περίοδο της ζωής τους -από μερικές μόλις βδομάδες έως αρκετά χρόνια- στο μοναχισμό (sangha). [...] Για την πλειονότητα των Βιρμανών η μαθητεία δεν διαρκεί πολύ. Οι περισσότεροι θα έχουν εγκαταλείψει το μοναχισμό πριν από τα γενέθλια των 20 χρόνων τους» («Burma / Myanmar», Inside Guides, ΑΡΑ Publications, Λονδίνο 2006).

Από έναν οδηγό για την ομόδοξη γειτονική Ταϊλάνδη μαθαίνουμε τέλος ότι η μεταβατική αυτή φάση στη ζωή των νέων τοποθετείται συνήθως χρονικά μεταξύ τής αποφοίτησης απ' το εκπαιδευτικό σύστημα και του ξεκινήματος της επαγγελματικής ζωής. Κατά κανόνα διαρκεί ένα τρίμηνο, που κατά κανόνα συμπίπτει με τη βουδιστική νηστεία, μεταξύ Ιουλίου και Οκτωβρίου. Συμπίπτει, δηλαδή, χρονικά, με τη φετινή έκρηξη...

Η μικρή αυτή «τεχνική» λεπτομέρεια ανατρέπει, λοιπόν, το στερεότυπο μιας παπαδίστικης κινητοποίησης, αποκαλύπτοντας την πραγματική κοινωνική δυναμική πίσω από τη «βουδιστική» εξέγερση: οι στρατιές των διαδηλωτών δεν προέρχονται από τις τάξεις ενός μόνιμου και ιεραρχικά οργανωμένου κλήρου αλλά από τη δεξαμενή νεολαίας του βασικού μηχανισμού κοινωνικής ένταξης που λειτουργεί στη σύγχρονη Βιρμανία. Τηρουμένων των αναλογιών, είναι δηλαδή κάτι σαν εξέγερση φοιτητών ή «ειδικευόμενων» νέων στις χώρες της Δύσης. Η ανώτατη βουδιστική ιεραρχία αντίθετα, όπως υπενθυμίζουν οι «Finacial Times» (27.9.07), στάθηκε μέχρι τέλους στο πλευρό της χούντας.

Οσο γι' αυτή καθε αυτήν την εμπειρία του μοναχισμού, φαίνεται ότι συντέλεσε κι αυτή -ως διαδικασία ριζοσπαστικοποίη-σης- στην αφύπνιση των πνευμάτων. «Ως μοναχοί», εξηγεί ένας από τους εξεγερμένους στην «Independent» (4.10.07), «βλέπουμε τα πάντα στην κοινωνία. Πάμε παντού για να ζητήσουμε τροφή και βλέπουμε πώς ζει ο κόσμος. Ξέρουμε ότι μας δίνουν όταν οι ίδιοι δεν έχουν αρκετά για να φάνε, γιατί δεν υπάρχει δουλειά και το κόστος ζωής είναι τόσο ψηλό. Βλέπουμε επίσης πώς ζουν οι πλούσιοι. Βλέπουμε πως όλα γίνονται όλο και χειρότερα».

 

 

(Ελευθεροτυπία, 13/10/2007)

 

www.iospress.gr