Μια διπλή συνέντευξη των δύο πολιτικών αρχηγών που αντιπολιτεύονταν -τότε- τα κόμματά τους 

 

Ο Κώστας και ο Γιώργος πριν από 17 χρόνια

 


Αγαπημένο θέμα των πολιτικών καφενείων της επικράτειας τον τελευταίο μήνα, η εκτίναξη των ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ στις δημοσκοπήσεις και η λαμπρή πορεία του νέου προέδρου του Συνασπισμού Αλέξη Τσίπρα. Η πρωτοφανής επιδοκιμασία της κοινής γνώμης στους χειρισμούς του Αλέκου Αλαβάνου και η δημοφιλία του 33χρονου διαδόχου του στην προεδρία του κόμματος προκαλεί ατέρμονες συζητήσεις στα επιτελεία των άλλων κομμάτων και πονοκέφαλο μήπως πρέπει να κατεβάσουν κι αυτά το μέσο όρο ηλικίας των πιο προβεβλημένων στελεχών τους.

Για το λόγο αυτό έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η αναζήτηση των πολιτικών απόψεων των πολιτικών αρχηγών των δύο μεγαλύτερων κομμάτων, αυτών που συγκροτούσαν μέχρι σήμερα το υπό αμφισβήτηση οικοδόμημα του δικομματισμού, δηλαδή του Κώστα Καραμανλή και του Γιώργου Παπανδρέου, σε μια εποχή που βρίσκονταν κοντά στη σημερινή ηλικία του Αλέξη Τσίπρα. Τότε ακόμα δεν είχε προκύψει στον ορίζοντα το ενδεχόμενο να καταλάβουν το ύπατο αξίωμα του κόμματός τους. Εφεραν βέβαια και οι δύο το βάρος της προσωπικής πολιτικής τους κληρονομιάς. Εχουν περάσει από τότε σχεδόν 17 χρόνια. Ηταν 14 Ιουλίου 1991. Κυβέρνηση οριακής πλειοψηφίας του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου στην αντιπολίτευση, με τον αρχηγό του και επιφανή στελέχη κατηγορούμενους στο ειδικό δικαστήριο για την υπόθεση Κοσκωτά, που διεξαγόταν από το Μάρτιο του 1991. Η εφημερίδα «Καθημερινή» φιλοξένησε στην ίδια σελίδα δύο παράλληλες συνεντεύξεις που παραχώρησαν στη Γιούλη Ζητουνιάτη ο Κώστας Καραμανλής και ο Γιώργος Παπανδρέου, απλοί βουλευτές τότε των κομμάτων τους. Ο Γιώργος Παπανδρέου ήταν τότε 39 χρόνων και ο Κώστας Καραμανλής, 35.

Οσο κι αν αυτό μοιάζει απίθανο, η τόσο διαφορετική εκείνη πολιτική συγκυρία επικεντρώνεται σε δύο ταυτόσημα με τα σημερινά προβλήματα των δύο μεγάλων κομμάτων: την ακυβερνησία της Νέας Δημοκρατίας και την αδυναμία ανασύνθεσης του ΠΑΣΟΚ μετά την απομάκρυνσή από την εξουσία. Οι δυο συνεντεύξεις που φιλοξενούνται στην ίδια σελίδα της εφημερίδας φέρουν τους χαρακτηριστικούς τίτλους «Εχουμε χάσει σε αξιοπιστία» (συνέντευξη Καραμανλή) και «Το ΠΑΣΟΚ βρίσκεται σε μεταβατικό στάδιο» (συνέντευξη Παπανδρέου).

Οι συνεντεύξεις δόθηκαν με τη συμπλήρωση ενός χρόνου της κυβέρνησης Μητσοτάκη.

Περί αξιοπιστίας

Κοινό χαρακτηριστικό των απαντήσεων των δύο βουλευτών είναι ότι δεν διστάζουν να επικρίνουν τα κόμματά τους και μάλιστα σε σημεία που φαίνονται σήμερα εξαιρετικά επίκαιρα. Η πρώτη ερώτηση της δημοσιογράφου προς τον Κώστα Καραμανλή θυμίζει έντονα όσα καταλογίζουν σήμερα στην κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας οι επικριτές της: «Ενα χρόνο μετά την ανάδειξή της, η κυβέρνηση κατηγορείται ότι δεν κυβερνά. Οτι λαμβάνει μέτρα, τα οποία ύστερα από πιέσεις τα ανακαλεί και ότι δεν προωθεί ούτε όσα είχε πραγματικά εξαγγείλει».

Ο κ. Καραμανλής δεν αρνείται την ουσία των επικρίσεων αυτών: «Είναι ίσως υπερβολή αυτό, ξεκινά όμως από πραγματική βάση. Δεν μπορώ να δεχθώ ότι η κυβέρνηση υπαναχωρεί στα μείζονα θέματα, αλλά πάντως υπήρξαν και υπαναχωρήσεις και δισταγμοί με αποτέλεσμα όχι μόνο να μην προωθηθούν οι αναγκαίες λύσεις αλλά να τραυματιστεί και η αξιοπιστία της. Κι αυτό είναι το σημαντικότερο. Δεν έχουμε αποφύγει, στο βαθμό τουλάχιστον που θα έπρεπε, ένα γνώριμο ελάττωμα: να λέμε πολλά περισσότερα απ' όσα θα 'πρεπε και να ανοίγουμε μέτωπα που από πλευράς στρατηγικής είναι άκαιρο να ανοιχθούν».


Η ασυνήθιστη αυτή για κυβερνητικό στέλεχος αυτοκριτική διάθεση του κ. Καραμανλή διατυπώνεται και σε άλλο σημείο της συνέντευξης: «Η αξιοπιστία της κυβέρνησης έχει τραυματισθεί, αλλά δεν έχει απολεσθεί. Ακόμα κι έτσι όμως δεν είναι δευτερεύον θέμα. Η αξιοπιστία είναι το μοναδικό ίσως όπλο για μια κυβέρνηση που αναλαμβάνει σε τόσο αντίξοες συνθήκες».

Την έλλειψη αξιοπιστίας παραδέχεται και ο κ. Παπανδρέου για το δικό του κόμμα, το οποίο βρισκόταν (και) τότε στην αντιπολίτευση, έπειτα από μακρόχρονη παραμονή στην κυβέρνηση: «Παρασυρθήκαμε κι εμείς από μια συντηρητική λογική, που ταλαιπωρεί χρόνια τη χώρα μας και ταυτίζει το κράτος με το κόμμα. Παράλληλα, οι εσωτερικές λειτουργίες του ΠΑΣΟΚ υπολείπονται εκείνων οι οποίες θα έπρεπε να υπάρχουν για να είμαστε πιο αξιόπιστοι».

Περί πολιτικού κόστους

Ενδιαφέρον έχουν οι θέσεις των δυο βουλευτών για το πού οφείλεται η πολιτική κρίση και πού εντοπίζουν τις δυσλειτουργίες του δικού τους κόμματος. Ο μεν Κώστας Καραμανλής αποδίδει τις αδυναμίες της κυβέρνησης Μητσοτάκη στην απροθυμία της Νέας Δημοκρατίας να λάβει αντιλαϊκά μέτρα, φοβούμενη το πολιτικό κόστος: «Δημιουργούνται ερωτηματικά κατά πόσο το σύνολο ή η συντριπτική πλειοψηφία των στελεχών της παράταξης έχει συνειδητοποιήσει ποιες ευθύνες αναλάβαμε και ποιο πρόγραμμα κληθήκαμε να εφαρμόσουμε. Ηταν δεδομένο πως θα υπήρχε πολιτικό κόστος. Αν θέλουμε όμως αργότερα να εξελιχθεί σε πολιτικό όφελος, πρέπει τώρα να παραμερισθεί. Οποιος θέλει να καινοτομήσει θα προσκρούσει σε αντιδράσεις και καχυποψία. Το ζήτημα όμως είναι πόσο πιστεύει ότι αυτό που κάνει θα έχει μεσοπρόθεσμα ευεργετικά αποτελέσματα, ώστε να τα προωθήσει με τους λιγότερους δισταγμούς. Φαίνεται ότι δεν το έχουμε επαρκώς συνειδητοποιήσει».

Ο κ. Παπανδρέου, από την πλευρά του, περιγράφοντας το κόμμα που αυτός οραματιζόταν, έκανε ουσιαστικά κριτική στην πορεία του ΠΑΣΟΚ κατά τις δυο κυβερνητικές του θητείες (1981-1989): «Η πολιτική στην Ελλάδα λόγω ελλείψεως θεσμών έχει ταυτισθεί με την εξουσία (εξάρτηση, αξιοποίηση ή νομή της εξουσίας). Ολα κινούνται από την καρέκλα: πρόκειται για μια παράδοση που έχει διαβρώσει την πολιτική ζωή. Θα πρέπει να υπάρξουν κανόνες ώστε να ξεφύγουμε απ' αυτό το παζάρεμα. Και αυτό σημαίνει ένα κόμμα με διαφορετική λογική, όχι υπεράνω του λαού, ως αρχή ορθοδοξίας ή σοφίας, αλλά ως καταλύτης μέσα στην κοινωνία με ρόλο εκπαιδευτικό και επιμορφωτικό».

Κομματικές τάσεις

Από τις τοποθετήσεις αυτές γίνεται σαφές ότι και οι δύο νέοι πολιτικοί διεκδικούσαν εκείνη την περίοδο έναν προσωπικό αντιπολιτευτικό λόγο στο εσωτερικό του κόμματός τους. Ο Κώστας Καραμανλής φλέρταρε με τα στελέχη του «Φιλελεύθερου Φόρουμ», την ολιγάριθμη, δηλαδή, αλλά δραστήρια ομάδα των οπαδών του νεοφιλελευθερισμού. Στη συνέντευξη δεν το αρνείται: «Το Φόρουμ, χωρίς να σημαίνει ότι συμφωνώ απόλυτα, ξεκινά από μια υγιή βάση. Θεωρεί ότι έχουμε ένα πρόγραμμα βασισμένο σε κάποιες αρχές. Από τη θεωρία στην πράξη πάντα υπάρχουν μικροαποκλίσεις, αλλά ταυτόχρονα υπάρχει και ο προβληματισμός μήπως οι αποκλίσεις δεν είναι τόσο μικρές ή στο μέλλον αποδειχθούν ακόμη μεγαλύτερες. Υπό αυτή την οπτική γωνία, θεωρώ ευεργετική την παρουσία του Φόρουμ, ή όποιου άλλου Φόρουμ παρουσιασθεί, προβάλλοντας ένα σύστημα ιδεών και απόψεων το οποίο βέβαια ιδεολογικοπολιτικά ανήκει στον ευρύτερο φιλελεύθερο χώρο».

Από την πλευρά του, ο κ. Παπανδρέου τοποθετείται στην παράδοση της αυτοδιαχειριστικής σοσιαλιστικής τάσης του ΠΑΣΟΚ. «Δεν μου αρέσουν οι ταμπέλες», λέει στη Γιούλη Ζητουνιάτη, «αλλά θα έλεγα ότι προέρχομαι από μια παλαιότερη τάση, ταυτισμένη με την έννοια της αυτοδιαχείρισης. Σε αυτή τη λογική εξελίσσομαι και μετεξελίσσομαι πολιτικά. Τώρα, αν αυτό σημαίνει εκσυγχρονισμός ή οτιδήποτε άλλο είναι κάπως σχηματικό και δεν ξέρω αν απηχεί την πραγματικότητα». Παρόμοια επιφύλαξη για τον όρο «εκσυγχρονιστές» διατυπώνει και ο κ. Καραμανλής: «Μου μοιάζει λίγο φετιχισμός αυτή η ιστορία με τις εκσυγχρονιστικές τάσεις. Δεν αμφιβάλλω ότι κάποιοι μέσα σε όλα τα κόμματα έχουν πιο προωθημένο προβληματισμό ή είναι πιο τολμηροί, αλλά να περιμένουμε να τα δούμε στην πράξη. Γιατί με τις ταμπέλες του εκσυγχρονιστή και του ανανεωτικού, σε αντίθεση με κάποιους υποτιθέμενους οπισθοδρομικούς, έχουν παίξει πολλοί στο παρελθόν, όπως και σήμερα, και συχνά είχαμε μεγάλες απογοητεύσεις».

Οι απόψεις των δύο νέων βουλευτών συγκλίνουν επίσης στην απόρριψη της κομματικής μονολιθικότητας -κάτι βέβαια που συμβαδίζει με την κριτική τους στάση απέναντι στις κομματικές τους ηγεσίες εκείνη την περίοδο. Ο μεν Κώστας Καραμανλής αναφέρει ότι πιστεύει «στα ευεργετικά αποτελέσματα και της κριτικής και του διαλόγου. Η λογική του να εμφανιζόμαστε σαν ένας άνθρωπος θυμίζει πρωσικό άγημα Γρεναδιέρων. Μιλάμε για μια κοινωνία ελεύθερη, της οποίας η δύναμη βρίσκεται στη σύγκρουση της άποψης. Και όχι μόνο εσωκομματικά».

Σχεδόν πανομοιότυπες διατυπώσεις χρησιμοποιεί και ο κ. Παπανδρέου: «Η ανάγκη μιας περισσότερο συλλογικής ηγεσίας στο εσωτερικό του κόμματος, σε όλα τα επίπεδα, είναι επιτακτική». Και σε άλλο σημείο συμπληρώνει: «Δεν με φοβίζει η διαφορά! Αυτό είναι και το νόημα του πλουραλισμού». Μάλιστα, ο κ. Παπανδρέου δεν δίσταζε τότε να στηριχτεί στα μέσα ενημέρωσης που τώρα τελευταία τον έχουν απογοητεύσει. Μιλώντας για τον τρόπο που προωθεί τις διαφορετικές απόψεις του μέσα στο κόμμα του απαντά: «Στο μέτρο που υπάρχουν οι θεσμοί διαλόγου, καταθέτω κι εγώ τις απόψεις μου. Στο μέτρο που δεν υπάρχουν, είναι λογικό αυτές οι απόψεις να ακούγονται μόνο από τα μέσα ενημέρωσης».

Ισως το πιο ενδιαφέρον σημείο της συνέντευξης Καραμανλή είναι η αποκάλυψη που κάνει ο ίδιος ότι αντιτίθεται στη λογική της συναίνεσης: «Αν και από χαρακτήρα και ανατροφή προτιμώ τους χαμηλούς τόνους, φοβάμαι μήπως η συναίνεση, παρά τα αδιαμφισβήτητα θετικά της αποτελέσματα μετατραπεί κατά παραφθορά σε ένα είδος παζαριού».

Με την απόσταση των 17 χρόνων μπορεί καθένας να κρίνει αν εκείνα που έλεγαν τότε σε νεαρή ηλικία οι δυο σημερινοί αρχηγοί ανταποκρίνονται σ' αυτά που πραγματοποίησαν, όταν τους δόθηκε η ευκαιρία, με την αναρρίχηση στην αρχηγία του κόμματός τους.

Σ.Σ.: Τα αποσπάσματα των δύο συνεντεύξεων δημοσιεύονται με την άδεια της δημοσιογράφου Γιούλης Ζητουνιάτη.
 

 

 

(Ελευθεροτυπία, 15/3/2008)

 

www.iospress.gr