Η ΑΠΟΨΗ ΤΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗ ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΤΑΜΑΤΗ
Η «ανεξήγητη» άνοδος των τιμών
Ο δημόσιος διάλογος, η δημοσιογραφική ενημέρωση και η πολιτική αντιπαράθεση που
διεξάγονται εδώ και αρκετούς μήνες γύρω από το φαινόμενο της «ακρίβειας» δεν
έχουν δώσει μέχρι στιγμής πειστικές εξηγήσεις για τους μηχανισμούς που τη
γεννούν και την αναπαράγουν στην «παγκοσμιοποιημένη» οικονομία. Ενα από τα
ζητήματα που έχουν παραμείνει αναπάντητα -και απασχολούν αυτές τις μέρες τον
ΟΗΕ- είναι ο λόγος της ραγδαίας και συνεχόμενης αύξησης της τιμής ορισμένων
εμπορευμάτων σε διεθνή κλίμακα (όπως π.χ. του πετρελαίου). Γιατί σήμερα
ανέρχονται κάθετα οι τιμές ορισμένων εμπορευμάτων; Είναι αρκετή η ερμηνεία της
«κερδοσκοπίας»; Το ερώτημα αυτό θέσαμε στον Γιώργο Σταμάτη, καθηγητή
Οικονομικής Θεωρίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Ακολουθεί η απάντησή του:
Ολοι γνωρίζουμε ότι το 2007 και το 2008 οι τιμές του πετρελαίου, του σίτου, του
αραβόσιτου, του ρυζιού αλλά και του χρυσού ανέρχονται αλματωδώς. Στα τμήματα
Οικονομικών Επιστημών των πανεπιστημίων διδάσκεται ότι οι τιμές των εμπορευμάτων
ανέρχονται, όταν
α) η προσφορά τους μειούται ενώ η ζήτησή τους αυξάνεται ή παραμένει αμετάβλητη,
ή μειούται αλλά λιγότερο απ' ό,τι η προσφορά τους,
β) η προσφορά τους παραμένει αμετάβλητη ενώ η ζήτησή τους αυξάνεται, και
γ) η προσφορά τους αυξάνεται, αλλά λιγότερο απ' ό,τι αυξάνεται η ζήτησή τους.
Δηλαδή διδάσκεται ότι η αύξηση των τιμών είναι απόρροια μιας ορισμένης σχέσης
προσφοράς και ζήτησης. Διδάσκεται επίσης ότι στον χρήστη των εμπορευμάτων, ας
πούμε στον καταναλωτή τους, προσφέρουν τα εμπορεύματα οι ίδιοι οι παραγωγοί
αυτών των εμπορευμάτων. Δηλαδή ότι οι καταναλωτές αγοράζουν από τους παραγωγούς.
Ετσι λοιπόν, σύμφωνα με τα παραπάνω, όταν η προσφορά δεν καλύπτει τη ζήτηση, οι
τιμές ανεβαίνουν.
Αριστεροί και προοδευτικοί μάς διαφωτίζουν πως οι τιμές ανέρχονται επειδή τις
ανεβάζουν τεχνηέντως οι κερδοσκόποι για να κερδοσκοπήσουν και να κερδίσουν.
Ας αρχίσουμε με αυτή την τελευταία αφελή «προοδευτική» άποψη. Θα το πούμε όσο
πιο σύντομα μπορεί να λεχθεί: Οι κερδοσκόποι εκμεταλλεύονται βέβαια διακυμάνσεις
των τιμών και κερδίζουν ή χάνουν. Η δραστηριότητά τους διαμορφώνει βέβαια την
αγορά και τις τιμές, όχι όμως πάντα προς την κατεύθυνση που αυτοί επιθυμούν.
Ιδίως όταν αυτή η αγορά είναι, όπως στην προκειμένη περίπτωση, η παγκόσμια
αγορά. Αυτό είναι προφανέστατο. Διότι ποιος ή ποιοι κερδοσκόποι θα μπορούσαν
κερδοσκοπώντας να επιτύχουν προς όφελός τους αύξηση των τιμών του πετρελαίου,
των δημητριακών και του χρυσού παγκοσμίως και μάλιστα σε αυτά τα φοβερά ποσοστά;
Ακούγεται συναρπαστικό, είναι όμως ανακριβές.
Ας έλθουμε όμως τώρα σε αυτά που διδάσκει η τρέχουσα Οικονομική Επιστήμη, για να
δούμε αν μπορούν να μας εξηγήσουν γιατί οι τιμές των προαναφερθέντων
εμπορευμάτων αυξήθηκαν σε μικρό χρονικό διάστημα τρομερά.
Εν πρώτοις ο ισχυρισμός της ότι οι τιμές και η εξέλιξή τους εξαρτώνται από τη
σχέση προσφοράς και ζήτησης και την εξέλιξή της είναι ορθός. (Καίτοι δεν
εξαρτώνται μόνον από αυτήν τη σχέση και την εξέλιξή της -αλλά αυτό είναι ένα
άλλο ζήτημα). Εξηγεί, όμως, αυτή η σχέση προσφοράς και ζήτησης, τη μεγάλη αύξηση
των τιμών του πετρελαίου, των δημητριακών και του χρυσού σήμερα; Προφανώς, όχι.
Διότι αυτή η σχέση δεν μεταβλήθηκε σημαντικά. Δεδομένης της παραγωγής
πετρελαίου, δημητριακών και χρυσού, η τελική ζήτηση γι' αυτά τα εμπορεύματα δεν
αυξήθηκε σημαντικά -και πάντως όχι τόσο που να εξηγεί τις τρομερές αυξήσεις των
τιμών αυτών των προϊόντων τελευταίως.
Γιατί λοιπόν η θεωρία της προσφοράς και της ζήτησης δεν μπορεί στη δεδομένη
περίπτωση να εξηγήσει τη μεγάλη αύξηση των τιμών; Διότι η ίδια αυτή θεωρία
προϋποθέτει ότι ο «καταναλωτής» αγοράζει άμεσα από τον παραγωγό. Αυτή όμως είναι
μια ηρωική προϋπόθεση που δεν ανταποκρίνεται κατά κανένα τρόπο στην οικονομική
πραγματικότητα. Για να μην πλατειάσουμε και να μην περιπλέξουμε χωρίς λόγο το
πράγμα, θα παραπέμψουμε έτσι ωμά και αδιαμεσολάβητα στην ίδια την οικονομική
πραγματικότητα. Το περιεχόμενο ενός πετρελαιοφόρου, το οποίο μεταφέρει πετρέλαιο
από τη Σαουδική Αραβία στο Ρότερνταμ, μπορεί να αλλάξει πολλές φορές ιδιοκτήτη
μέχρι να φτάσει στο Ρότερνταμ. Το ίδιο ισχύει και για το περιεχόμενο ενός πλοίου
που μεταφέρει, π.χ., αραβόσιτο από τις ΗΠΑ σε λιμάνι της Ευρώπης. Αυτό ισχύει
για πολλά ακόμη εμπορεύματα. Εχουν μεταπωληθεί πολλές φορές πριν φτάσουν στον
«καταναλωτή», δηλαδή στον τελικό πραγματικό αγοραστή.
Οπως υπάρχουν χρηματιστήρια αξιών, έτσι υπάρχουν και χρηματιστήρια εμπορευμάτων.
Στα πρώτα αγοραπωλούνται αξιόγραφα, στα δεύτερα εμπορεύματα ή, ακριβέστερα,
τίτλοι ιδιοκτησίας εμπορευμάτων. Και όπως στα χρηματιστήρια αξιών, έτσι και στα
χρηματιστήρια εμπορευμάτων γίνονται δοσοληψίες του είδους future market. Μπορεί,
π.χ., να αγοράσει κάποιος σήμερα πετρέλαιο στην τρέχουσα τιμή των 110 δολαρίων
το βαρέλι, παραδοτέο στο Ρότερνταμ την 1η Αυγούστου του 2008 και -αν βρει
αγοραστή- να το πουλήσει πάλι παραδοτέο στο Ρότερνταμ την 1η Αυγούστου 2008 στην
τρέχουσα τότε τιμή, επειδή εκτιμά ότι τότε η τιμή θα είναι πάνω από τα 110
δολάρια το βαρέλι. Αν την 1η Αυγούστου του 2008 η τιμή είναι πάνω από τα 110
δολάρια το βαρέλι θα κερδίσει, αν είναι κάτω από τα 110 δολάρια θα χάσει,
αντιστοίχως.
Μια πολύ πιθανή αιτία της ανόδου των τιμών των προαναφερθέντων εμπορευμάτων
είναι η αύξηση της ζήτησης όχι των τελικών αγοραστών αυτών των εμπορευμάτων,
αλλά, ας τους πούμε έτσι, των «ενδιάμεσων» αγοραστών, κερδοσκόπων και άλλων.
Η αυξημένη ζήτηση των κερδοσκόπων γι' αυτά τα εμπορεύματα αποκλείεται όμως ως
αιτία της αύξησης των τιμών. Διότι, γιατί όλοι οι κερδοσκόποι να ποντάρουν σε
μια συνεχή αύξηση των τιμών; Γιατί δεν το έκαναν και χθες ή προχθές; Η αιτία της
αυξημένης ζήτησης των «ενδιάμεσων» αγοραστών έγκειται μάλλον αλλού. Πρόκειται
για ό,τι οι Γερμανοί παλιότερα ονόμαζαν Flucht in die Realwerte (φυγή στις
υλικές αξίες).
Αυτή η «φυγή» σημαίνει το εξής: Σε περιόδους πιστωτικής κρίσης όπως η σημερινή,
στις οποίες μειούται η εμπιστοσύνη στο χρήμα και στα αξιόγραφα, όσοι μπορούν
ανταλλάσσουν χρήμα και αξιόγραφα με εμπορεύματα. Δεν εννοούμε εδώ βέβαια τον
απλό κόσμο ή ακόμα και επιχειρηματίες ή βιομήχανους, αλλά μεγάλους παίκτες των
χρηματιστηρίων.
Η τρέχουσα παγκόσμια πιστωτική κρίση εντείνεται και από τη ραγδαία πτώση του
δολαρίου και την εκτίμηση ότι σιγά σιγά το δολάριο θα εκπέσει από το ρόλο του ως
ηγετικού νομίσματος, δηλαδή νομίσματος των διεθνών συναλλαγών και ως
αποθεματικού νομίσματος των κεντρικών τραπεζών (δες σχετικά, Γ. Σταμάτης, «Περί
νεοφιλελευθερισμού», ΚΨΜ, Αθήνα 2007 *).
Αυτή μάλλον η κρίση και η συνεπόμενη «φυγή» εξηγεί την αύξηση της ζήτησης για τα
προαναφερθέντα εμπορεύματα και την αύξηση των τιμών τους. Καλύτεροι γνώστες της
σημερινής παγκόσμιας οικονομικής συγκυρίας και των χρηματιστηρίων εμπορευμάτων
μπορούν να επιβεβαιώσουν ή να διαψεύσουν την παραπάνω -πάντως όχι αβάσιμη-
εικασία για την αιτία της ανόδου των τιμών των προαναφερθέντων εμπορευμάτων.
* Σημ. «Ιού»: Στο βιβλίο αυτό συγκεντρώνονται άρθρα και μικρές μελέτες για όλα
τα σχετικά ζητήματα που απασχολούν τη διεθνή και φυσικά την ελληνική οικονομία.
Μεταξύ άλλων αναλύεται ο λόγος που το πετρέλαιο είναι πιο σημαντικό για τις
οικονομικά προηγμένες χώρες παρά για τις άλλες («Γιατί το πετρέλαιο είναι τόσο
σημαντικό;»), καθώς και η σταδιακή υποβάθμιση του δολαρίου («Η αρχή του τέλους
για το δολάριο ως "ηγετικό νόμισμα"»).
(Ελευθεροτυπία, 7/6/2008)