Ο ρόλος των υπουργών και της ΚΕΔ στο σκάνδαλο Βατοπεδίου
Η τίμια ζώνη της κυβέρνησης
Η
παραγγελία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για τη διενέργεια νέας δικαστικής
έρευνας για το σκάνδαλο της
μονής Βατοπεδίου υποχρέωσε να αναδιπλωθούν ακόμα και όσους αμφισβητούσαν
μέχρι πριν λίγες μέρες τη σοβαρότητα των καταγγελλομένων («αποκαλύψεις μούφα»
τις είχε αποκαλέσει ο κ. Παπαγιάννης στο κατά τα άλλα «αποκαλυπτικό δελτίο»
του).
Ηταν το περιεχόμενο του εγγράφου του κ. Σανιδά τόσο σαφές, ώστε δεν άφηνε καμιά
δυνατότητα στους παλιούς και τους όψιμους υποστηρικτές του κ. Καραμανλή και του
κ. Ρουσόπουλου να επιμένουν ότι δεν υπάρχει τίποτα το μεμπτό στις δοσοληψίες της
μονής με το ελληνικό δημόσιο. Ακόμα και η «Αυριανή», που στις 29/8 θεωρούσε
«πολύ ύποπτο το θόρυβο που έχουν ξεκινήσει κάποιοι γνωστοί για το ...ήθος τους
και την 'εντιμότητά' τους δημοσιογράφοι και επιχειρηματίες εναντίον της μονής
Βατοπεδίου», τώρα ξεσπαθώνει: «Να πάνε όλοι μέσα, όσοι έχουν ληστέψει ιδρύματα
και εκκλησιαστική περιουσία» (9/9/08).
Από μόνη της η παραγγελία άδειασε και τα στελέχη της κυβέρνησης, τα οποία είχαν
σπεύσει μέσω του κυβερνητικού εκπροσώπου να ξεκαθαρίσουν ότι «δεν υπάρχει θέμα»
και «ότι όλα θα απαντηθούν στην ώρα τους στη Βουλή». Από την πλευρά μας
σημειώνουμε με ικανοποίηση ότι το συμβόλαιο
που παρουσιάζαμε την
Κυριακή ως χαρακτηριστικό για την «άνιση ανταλλαγή», αναφέρεται ως
παράδειγμα και από τον κ. Σανιδά: «Άλλο ακίνητο», αναφέρει η παραγγελία,
«ευρισκόμενο κοντά στην Ουρανούπολη, επιφανείας 8.608 στρεμμάτων, εκτιμήθηκε από
τους εκτιμητές στο ποσό των 1.107.044 ευρώ, ενώ η αντικειμενική του αξία ήταν
8.470.695». Πρόκειται για το συμβόλαιο 2823 μεταξύ ΚΕΔ και μονής της
συμβολαιογράφου Αικατερίνης Πελέκη-Βουλγαράκη, με δικηγόρο της μονής τον κ.
Δημήτριο Πελέκη.
Αλλά ο κ. Σανιδάς κάνει και κάτι άλλο στο κλείσιμο του εγγράφου του. Φροντίζει
να απαλλάξει από κάθε ευθύνη τους υπουργούς του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας
που χειρίστηκαν την υπόθεση και υπογράφουν τα σχετικά έγγραφα. Ο εισαγγελέας του
ανώτατου δικαστηρίου θεωρεί «παραπλανηθέντες, αφενός τους αρμόδιους εκάστοτε
υπουργούς, που αποδέχτηκαν τις γνωμοδοτήσεις, και αφετέρου την Κτηματική Εταιρία
του Δημοσίου που αποδέχτηκε τις εκτιμήσεις».
Ανεξάρτητα από τους λόγους που οδήγησαν τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου σ’ αυτή
την πεποίθηση, χωρίς πάντως να αναφέρονται στο σκεπτικό της παραγγελίας, όλη η
λογική του εγγράφου οδηγεί στο αντίθετο ακριβώς συμπέρασμα:
1. Για να αποδώσει τις ευθύνες στα γνωμοδοτικά όργανα που «παραπλάνησαν» τους
υπουργούς, ο κ. Σανιδάς αναφέρει αυτό που αναλύαμε την Κυριακή, δηλαδή ότι «στα
συμβόλαια ανταλλαγής της συμβολαιογράφου Αικατερίνης Πελέκη […] οι γενόμενες
εκτιμήσεις είναι υποπολλαπλάσιες και της αντικειμενικής των αξίας. Και όμως
αποτελεί πασίδηλο γεγονός ότι οι αντικειμενικές αξίες, τόσο των αστικών
ακινήτων, όσο και των εκτός σχεδίου υπολείπονται κατά πολύ της πραγματικής
αξίας». Αυτό πράγματι είναι «πασίδηλο». Τόσο «πασίδηλο» ώστε δεν είναι δυνατόν
να διέλαθε της προσοχής κανενός υπουργού που αποδέχτηκε τις «διάτρητες» (κατά
Σανιδά) γνωμοδοτήσεις και κανενός εκπροσώπου της ΚΕΔ που εκτελώντας κυβερνητική
εντολή υπέγραψε τα «ακυρωτέα» (πάλι κατά Σανιδά) συμβόλαια.
2. Ειδικά για τον κ. Βουλγαράκη, από το έγγραφο Σανιδά προκύπτει ένα σοβαρότατο
ηθικό και πολιτικό ζήτημα. Όλες αυτές οι γνωμοδοτήσεις, τις οποίες ο εισαγγελέας
συνδέει με ενδεχόμενο «τελέσεως εγκλημάτων και ιδία αυτού της κακουργηματικής
απάτης σε βάρος του ελληνικού δημοσίου», τις κέρδισε, σύμφωνα με δική του
δημόσια δήλωση, ο δικηγόρος Διονύσιος Πελέκης, πεθερός του κ. Βουλγαράκη. Και η
απόρριψη από την κυβέρνηση όλων των αρνητικών γνωμοδοτήσεων της αρχαιολογικής
υπηρεσίας έγινε την περίοδο που ο ο κ. Βουλγαράκης ήταν πολιτικός της
προϊστάμενος.
3. Αλλά δεν είναι μόνος του ο κ. Βουλγαράκης στην υπόθεση, ακόμα κι αν έχει
εκτεθεί ιδιαίτερα λόγω της εμπλοκής των συγγενικών του προσώπων. Κεντρικό ρόλο
παίζει ο κ. Δούκας, ο κ. Μπασιάκος, ο κ. Ρουσόπουλος και ο ίδιος ο κ.
Καραμανλής. Κανείς δεν δικαιούται τον τίτλο του «παραπλανημένου», τον οποίο τους
αποδίδει ο κ. Σανιδάς, για τον απλούστατο λόγο ότι ήταν πολύ καλά ενημερωμένοι
για την υπόθεση από την ώρα που ήρθε στην εξουσία η Νέα Δημοκρατία. Λίγες μέρες
μετά τις εκλογές του 2004, επιτροπή από όλους τους φορείς του νομού Ξάνθης
(βουλευτές, νομάρχης, δήμαρχοι, μητροπολίτες, πρόεδρος δικηγορικού συλλόγου)
επισκέφτηκε διαδοχικά τον κ. Παυλόπουλο και τον κ. Δούκα, οι οποίοι υποσχέθηκαν
ότι δεν θα προχωρήσει η κυβέρνηση παρά μόνο αν υπάρχει δικαστική απόφαση. Στις
αρχές του 2005 η επιτροπή επισκέφτηκε και ενημέρωσε τον κ. Ρουσόπουλο, για να
λάβει την απάντηση ότι «εγώ είμαι παιδί της Βατοπεδίου». Ηταν το μήνυμα για όσα
ακολούθησαν.
4. Με τις επαφές αυτές πιστοποιείται το γεγονός ότι οι υπουργοί ήταν κατάλληλα
ενημερωμένοι και δεν «παραπλανήθηκαν». Αλλωστε στις 14/7/2004 οι πρόεδροι των
τριών δικηγορικών συλλόγων της Θράκης (Γιώργος Πεταλωτής, Αθανάσιος Ξυνίδης και
Ευάγγελος Λαμπάκης) απηύθυναν σχετική επιστολή στον τότε υφυπουργό Οικονομικών
Πέτρο Δούκα, την οποία κοινοποίησαν στον κ. Παυλόπουλο αλλά και στον ίδιο τον
πρωθυπουργό. Στην επιστολή -που έχει στη διάθεσή του ο «Ιός»- περιγράφονται με
λίγα λόγια όσα διαλαμβάνει και η παραγγελία Σανιδά, επιμένοντας στις πολιτικές
και ποινικές επιπτώσεις που θα είχε η παράνομη παραχώρηση. Οι υπουργοί, λοιπόν,
γνώριζαν. Και θα ήταν πολιτική ανανδρία για όλους τους να κρυφτούν πίσω από την
ευθύνη «γνωμοδοτικών» οργάνων ή «υπηρεσιακών παραγόντων».
5. Οσο για την ΚΕΔ, την οποία επίσης απαλλάσσει των ευθυνών η εισαγγελική
παραγγελία, σημειώνουμε ότι πρόκειται για καθαρά κυβερνητικό σχήμα και μάλιστα
τοποθετημένο κατευθείαν από τον πρωθυπουργό. Ακόμη κι αν καλυφτεί (ως «παραπλανημένη»)
πίσω από τις γνωμοδοτήσεις του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και του
Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Δημοσίων Κτημάτων και Ανταλλάξιμης Περιουσίας, παραμένει
υπεύθυνη για την επιλογή των φιλέτων που διαδοχικά προσφέρθηκαν στη μονή έναντι
των (ανύπαρκτων όπως αποδεικνύεται) δικαιωμάτων της στη Βιστωνίδα.
6. Το τελευταίο πολιτικό επιχείρημα της κυβέρνησης για να αποσείσει τις ευθύνες
της -πολιτικές και ποινικές- σχετίζεται με ανάλογες πράξεις της κυβέρνησης του
ΠΑΣΟΚ που φέρουν τις υπογραφές του κ. Δρυ και του κ. Φωτιάδη. Όμως η τελευταία
πράξη του ελληνικού δημοσίου επί ΠΑΣΟΚ σημειώνεται με την αντίκρουση των
διεκδικήσεων της μονής κατά τη συζήτηση σχετικής αγωγής στο Πολυμελές
Πρωτοδικείο Ροδόπης στις 5/11/2003. Στη δίκη αυτή το δημόσιο και οι μάρτυρές του
υπερασπίστηκαν το δημόσιο συμφέρον και αρνήθηκαν τους ισχυρισμούς της μονής.
Αλλά μετά την κυβερνητική αλλαγή, στις 17/6/07, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας
και η μονή συναίνεσαν στην αμοιβαία παραίτηση από τα δικόγραφα και την
ολοκλήρωση της δίκης. Σύμφωνα με την εκτίμηση του κ. Σανιδά, «πεποίθησή μας
είναι ότι η μονή Βατοπεδίου επιδίωξε την υπογραφή του πρακτικού παραιτήσεως,
επειδή είχε αντιληφθεί ότι η αγωγή δεν θα ευδοκιμήσει στο δικαστήριο». Η απόφαση
για την απόσυρση του ελληνικού δημοσίου πάρθηκε όμως από πολιτικά πρόσωπα και
όχι από «γνωμοδοτικά όργανα». Πώς δεν το πρόσεξε αυτό ο κ. Σανιδάς; Πάντως πριν
από λίγες μέρες αναζήτησε το φάκελο της υπόθεσης στο πρωτοδικείο Ροδόπης ο κ.
Ξυνίδης. Και διαπίστωσε ότι τα ντοκουμέντα και τα πρακτικά της δίκης έχουν κάνει
φτερά!
Αν, λοιπόν, προχωρήσουν πράγματι οι σχετικές ανακρίσεις, όπως ζητά ο κ. Σανιδάς,
και δεν κουκουλωθεί η υπόθεση, όπως γίνεται επί χρόνια, τότε ο μόνος δρόμος
είναι να αναζητηθούν ποινικές ευθύνες και σε πολιτικό επίπεδο και μάλιστα στο
υψηλότερο σημείο που αυτό είναι δυνατόν. Κάθε άλλη εξέλιξη θα απαιτήσει ένα
πραγματικό θαύμα.
(Ελευθεροτυπία, 13/9/2008)