ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΤΙΣ ΗΠΑ 1929-30

Ελληνες κι Αμερικάνοι ή κλέφτες κι αστυνόμοι

1.   2.  

 


Ενα αδιάσειστο ντοκουμέντο επιβεβαιώνει αυτό που δεν ήθελαν να πιστέψουν οι κατ' επάγγελμα αλβανοφάγοι της ελληνικής δημόσιας ζωής: ότι οι συμπατριώτες μας κατείχαν τα σκήπτρα της εγκληματικότητας μεταξύ όλων των Ευρωπαίων μεταναστών στις ΗΠΑ του μεσοπολέμου. Το ίδιο ντοκουμέντο μάς διδάσκει πολλά για τον τρόπο στιγματισμού πληθυσμιακών ομάδων μέσω "στατιστικών ευρημάτων".

Τον Μάρτιο του 1998, με μια σειρά δημοσιευμάτων στην «Ελευθεροτυπία», είχαμε αποκαλύψει ότι την περίοδο του 1929-1930 οι Ελληνες μετανάστες στη Νέα Υόρκη παρουσίαζαν τα μεγαλύτερα ποσοστά εγκληματικότητας μεταξύ όλων των ευρωπαίων μεταναστών. Είχε τότε ξεσηκωθεί πραγματικός σάλος, από αντιδράσεις δημοσιογράφων, αναλυτών και πολιτικών, οι οποίοι δεν μπορούσαν να πιστέψουν αυτό που έλεγαν οι αριθμοί: ότι δηλαδή οι συμπατριώτες μας αντιμετώπισαν στις πόλεις των ΗΠΑ καταστάσεις κοινωνικής εξαθλίωσης, ανάλογες μ' αυτές που αντιμετωπίζουν σήμερα οι Αλβανοί μετανάστες στη χώρα μας. Και ότι αντέδρασαν επίσης ανάλογα, διεκδικώντας την πρωτοκαθεδρία στα ποσοστά της εγκληματικότητας μεταξύ άλλων κατηγοριών μεταναστών: των Ιταλών, των Ιρλανδών ή των Μεξικανών.
Ακούστηκαν και γράφτηκαν τότε διάφορα επιχειρήματα για να αντικρούσουν αυτά τα δεδομένα:
- Πώς είναι δυνατόν - υποστήριξαν- να αληθεύει ο ισχυρισμός σας, εφόσον όλοι γνωρίζουμε το ποιόν και το κοινωνικό στάτους των σημερινών Ελληνοαμερικανών; Λες και η σημερινή ευμάρεια των ομογενών μας δεν οικοδομήθηκε μέσα από δεκαετίες ανέχειας και εξαθλίωσης. Λες και όσοι πήραν τα καράβια της μετανάστευσης, το έκαναν με την αβίαστη θέλησή τους ή για τη χαρά της περιπέτειας.
- Πώς είναι δυνατόν - πρόσθεσαν- να συγκρίνουμε τους Ελληνες με τους Αλβανούς; Πώς είναι δυνατόν, εμείς οι πολιτισμένοι Ευρωπαίοι να συγκριθούμε με τους ημιάγριους γείτονές μας; Λες και αυτό που σπρώχνει τους μετανάστες στην παραβατική συμπεριφορά και στο έγκλημα είναι η αγριότητα της «ράτσας» τους και όχι οι κοινωνικές συνθήκες στη χώρα προέλευσης ή η υπερεκμετέλλευση στη χώρα υποδοχής.
Ομως η κύρια μέθοδος που χρησιμοποίησαν οι επικριτές του «Ιού», το έσχατο επιχείρημά τους, ήταν να αμφισβητήσουν την επιστημονική υπόσταση της πηγής μας, δηλαδή της μελέτης του Thorsten Sellin "Culture Conflict and Delinquency" (Νέα Υόρκη, 1938). Φυσικά, αν το μέλημά τους ήταν η εξακρίβωση της αλήθειας, θα ήταν πολύ εύκολο να διαπιστώσουν ότι ο Sellin υπήρξε ένα από τους σημαντικότερους θεωρητικούς της σύγχρονης εγκληματολογίας. Αλλά εκείνοι επέμειναν να μιλούν για «κάποιον» Sellin και να υπονοούν ότι πρόκειται για άτομο εντελώς άγνωστο. Θεωρούσαν, έτσι, ότι καταρρίπτουν και τους στατιστικούς πίνακες που περιλαμβάνει η μελέτη του διάσημου επιστήμονα.

Το αδιάσειστο ντοκουμέντο

Επανερχόμαστε, λοιπόν, με τις πηγές της πηγής μας. Εχουμε, επιτέλους, στα χέρια μας ολόκληρο το πρωτότυπο κείμενο της Wickersham Commission, της πηγής δηλαδή του Sellin. Πρόκειται για 14 τόμους, οι οποίοι περιλαμβάνουν ισάριθμες εκθέσεις για την εγκληματικότητα στις ΗΠΑ τη δεκαετία του '20. Δεν ήταν εύκολο να βρεθεί το έργο αυτό. Στις βιβλιοθήκες της Ελλάδας (αλλά και της Ευρώπης) είναι σχεδόν άγνωστο. Υπάρχει μόνο σε μορφή μικροφίλμ σε ορισμένες βιβλιοθήκες των ΗΠΑ. Για καλή μας τύχη, όμως, έχει εκδοθεί σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων μια φωτογραφική ανατύπωση όλων των εκθέσεων, το 1968, στη σειρά «Reprint Series in Criminology, Law Enforcement and Social Problems» των ειδικευμένων εκδόσεων Petterson Smith. Μετά από αλληλογραφία με τον εκδότη, καταφέραμε να εξασφαλίσουμε την πολύτιμη σειρά των 14 τόμων. Βρίσκεται στη διάθεση όλων όσοι αποπειράθηκαν να αμφισβητήσουν τις διαπιστώσεις του Sellin.
Το έργο της Wickersham Commission θεωρείται μέχρι και σήμερα θεμελιώδες. Πρόκειται για την Επιτροπή που συγκρότησε ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Χέρμπερτ Χούβερ το 1929, συγκεντρώνοντας τα λαμπρότερα μυαλά θεωρητικών της εγκληματολογίας εκείνης της εποχής και παρέχοντας τεράστια μέσα για την ανάλυση του τρόπου εφαρμογής των νόμων σε όλη τη χώρα, από αστυνομικές και δικαστικές αρχές. Ο λόγος που υποχρέωσε τον Χούβερ να προχωρήσει σ' αυτή την κίνηση ήταν ότι η πολιτική της ποτοαπαγόρευσης είχε προκαλέσει τη ραγδαία αύξηση της εγκληματικότητας και τη βαθιά διαφθορά της αστυνομίας. Ο πρόεδρος της επιτροπής Τζορτζ Ουίκερσαμ παρέδωσε τα πορίσματά της σε 14 τόμους το 1931. Το μεγαλύτερο μέρος των διαπιστώσεων και των προτάσεων έμεινε ανεκμετάλλευτο. Ηδη η συγκυρία είχε αλλάξει. Η χώρα βρισκόταν στο δεύτερο χρόνο της μεγάλης οικονομικής ύφεσης και δεν υπήρχε διάθεση και χρήμα για μεγάλες κοινωνικές αλλαγές. Οσο για την πολιτική της ποτοαπαγόρευσης, αυτή εγκαταλείφθηκε λίγους μήνες αργότερα, το 1933.
Ολη η έκθεση διαπνέεται από ένα μεταρρυθμιστικό πνεύμα, το οποίο σε πολλά σημεία δεν διστάζει να κονιορτοποιήσει τα στερεότυπα της εποχής, τα οποία δεν μας είναι και τόσο ξένα. Στον 13ο τόμο («Οι αιτίες του εγκλήματος»), για παράδειγμα, οι συντάκτες αποφαίνονται: «Δεν υπάρχει μέχρι στιγμής ικανοποιητική απόδειξη που να δείχνει ότι η μετανάστευση οδήγησε σε αύξηση της εγκληματικότητας δυσανάλογη προς την αύξηση του αριθμού των ενηλίκων.» (σελ. 69)
Το τμήμα της Εκθεσης που προκάλεσε τη μεγαλύτερη αίσθηση περιλαμβάνεται στον 11ο τόμο, με τον τίτλο «Εκθεση για την ανομία κατά την εφαρμογή του νόμου». Χωρίς να μασά τα λόγια της, η Εκθεση κατήγγελλε -αναφέροντας δεκάδες παραδείγματα από όλες τις πολιτείες- την ανάκριση τρίτου βαθμού που εφάρμοζε σε μαζική βάση η αστυνομία, «διότι πρόκειται για την άσκηση φυσικής βίας και άλλων μορφών απάνθρωπης συμπεριφοράς με το σκοπό να εκβιάσουν ομολογίες.» Η Εκθεση κατέληγε ότι «ο τρίτος βαθμός είναι μια κρυφή και παράνομη πρακτική." Αμέσως ξεσηκώθηκαν οι αξιωματούχοι της αστυνομίας και κατήγγειλαν την έκθεση, επιχειρώντας να διαψεύσουν τις διαπιστώσεις της. Ομως η αποκάλυψη της πραγματικότητας ήταν ένα ισχυρό σοκ για τους κρατούντες. Χρειάστηκε, βέβαια, να περάσουν 30 χρόνια, έως ότου -στα μέσα της δεκαετίας του '60- αναλάβει το Ανώτατο Δικαστήριο να αρχίσει να ελέγχει την αστυνομική αυθαιρεσία και να αναπτύσσει τη σχετική νομολογία.
Μέχρι σήμερα δεν έχει εκλείψει το ενδιαφέρον για μια νέα συνολική αποτίμηση του τρόπου αντιμετώπισης του εγκλήματος στις ΗΠΑ, και κάθε τόσο επανέρχονται ιδέες να συγκροτηθεί μια παρόμοια σύγχρονη επιτροπή. Ομως το εγχείρημα είναι τόσο φιλόδοξο που δεν το αποτολμούν οι σύγχρονοι Πρόεδροι, ακόμα κι εκείνοι που συνδέουν τη θητεία τους με την πάταξη του εγκλήματος, πραγματικού ή κατασκευασμένου: ο Ρίγκαν ή ο Μπους με τον «πόλεμο στα ναρκωτικά» και ο Κλίντον με τον «πόλεμο στην τρομοκρατία».

Οταν οι Ελληνες ήταν οι Αλβανοί των ΗΠΑ

Ο 10ος τόμος των πορισμάτων της Επιτροπής Ουίκερσαμ επιγράφεται «Το έγκλημα και οι ξένοι». Σ' αυτόν τον τόμο περιλαμβάνονται και επιβεβαιώνονται όλα τα στοιχεία που είχε χρησιμοποιήσει στη μελέτη του ο Σέλιν και μεταφέραμε εμείς στις στήλες της «Ελευθεροτυπίας» το 1998. Δεν υπάρχει κανενός είδους ρατσιστική προκατάληψη απέναντι στους ξένους και τους μετανάστες. Το αντίθετο μάλιστα. Εξαρχής επισημαίνεται η δυσκολία της καταγραφής των μεταναστών στους φακέλους της αστυνομίας και η προχειρότητα των οργάνων της κατά τον εντοπισμό της εθνικότητας των υπόπτων για κάποια παραβίαση του νόμου.
Η πρώτη παράγραφος της έκθεσης σπεύδει να σχετικοποιήσει τη θεωρία ότι για την εγκληματικότητα φταίνε οι μετανάστες: «Η θεωρία ότι η μετανάστευση ευθύνεται για το έγκλημα, ότι το πιο πρόσφατο κύμα μετανάστευσης, ανεξάρτητα από την εθνικότητα προέλευσης, είναι λιγότερο επιθυμητό από τα παλιότερα, ότι δηλαδή οι νεοεισερχόμενοι πρέπει να αντιμετωπίζονται με καχυποψία, αυτή η θεωρία είναι τόσο παλιά όσο και οι αποικίες που ίδρυσαν οι Αγγλοι στις ακτές της Νέας Αγγλίας.» (σελ. 23) Σ' αυτές τις εισαγωγικές παρατηρήσεις περιλαμβάνεται και ένα απόσπασμα από άρθρο των Νιου Γιορκ Τάιμς, το οποίο είναι πολύ οικείο στον σημερινό Ελληνα αναγνώστη, αν και γράφτηκε μόλις το φθινόπωρο του 1841: «Κάθε καράβι από την Ευρώπη φέρνει στην πόλη μας πολλούς ξένους, οι οποίοι εξαναγκάστηκαν σε φυγή από τις χώρες τους, επειδή είχαν διαπράξει εγκλήματα. Αυτοί οι εγκληματίες αναμιγνύονται με τους τίμιους και εργατικούς μετανάστες και είναι δύσκολο να τους ξεχωρίσουμε.» Εκείνη την περίοδο είχαν αρχίσει να φτάνουν στην Αμερική μετανάστες από την Ευρώπη. Τότε θεωρούσαν χειρότερους εγκληματίες τους Ιρλανδούς και τους Γερμανούς: «Πρόκειται για τους πλέον εκφυλισμένους από όλο τον ευρωπαϊκό πληθυσμό.» (Από μπροσούρα των αντιπροσώπων της Συνέλευσης των Γνησίων Αμερικανών, Ιούλιος 1845 -σελ. 33)
Αυτά μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα. Στη συνέχεια, η Επιτροπή διαπιστώνει: «Η αύξηση ορισμένων αδικημάτων μπορεί να αποδοθεί στη μετανάστευση από την Ιρλανδία, τη Σκοτία, την Ιταλία, την Ελλάδα και τη Ρωσία.» (σελ. 72)
Το κεφάλαιο με τις στατιστικές των εγκλημάτων που πραγματοποίησε η ίδια η Επιτροπή Ουίκερσαμ το υπογράφει η Αλίντα Μπόουλερ, η οποία διέθετε και πρακτική εμπειρία, εφόσον υπηρέτησε στη θέση της γραμματέως του αρχηγού της αστυνομίας στο Λος Αντζελες. Σε όλα τα συγκριτικά στοιχεία που αναφέρονται στον τόμο, το ποσοστό των Ελλήνων δραστών βρίσκεται πάντα σε υψηλό επίπεδο. Κι αυτό, παρά το γεγονός, ότι σύμφωνα με την Εκθεση «λέγεται πως οι Ιταλοί, οι Πολωνοί, οι Ελληνες και οι Σύροι δράστες δεν οδηγούνται τόσο συχνά στη δικαιοσύνη, όσο οι Αμερικάνοι και οι αγγλόφωνοι μετανάστες.» (σελ. 55).
Ο πιο εντυπωσιακός πίνακας είναι εκείνος που καταγράφει κατά είδος εγκλήματος την ποσοστιαία συμμετοχή των διαφόρων εθνοτήτων, με αναγωγή στον πληθυσμό της ίδιας εθνότητας στην πολιτεία της Νέας Υόρκης (Πίνακας Ι). Οπως παρατηρεί ο σχολιαστής των στοιχείων: «Η εξέταση των στοιχείων αποκαλύπτει ότι οι περισσότεροι δράστες κατάγονται από την Ελλάδα, την Ιταλία, τη Λιθουανία και το Μεξικό.» (σελ. 110) Και πιο αναλυτικά σημειώνεται το γεγονός ότι «οι Ελληνες δράστες ξεπερνούν το ποσοστό των ντόπιων Αμερικάνων σε 7 εγκλήματα και οι Ιταλοί σε 6.» (σελ. 111)
Παρόμοια ποσοστά επιβεβαιώνονται στον Πίνακα ΙΙ (σελ. 100), ο οποίος καταγράφει το ποσοστό των συλληφθέντων σε 9 πόλεις με πληθυσμό άνω των 500.000 κατοίκων. Και εδώ τα σκήπτρα κατέχουν οι συμπατριώτες μας. Το ίδιο συμβαίνει και στους πίνακες των πόλεων με πληθυσμό 200.000-500.000 κατοίκων (σελ. 101) και στους πίνακες των πόλεων με 100.000-200.000 κατοίκους (σελ. 102). Αναλύοντας τους πίνακες αυτούς, ο συντάκτης της Εκθεσης παρατηρεί: «Σε 20 από τις 30 πόλεις οι Ελληνες ξεπερνούν τα ποσοστά των ντόπιων Αμερικάνων. Το ίδιο συμβαίνει με τους Ιταλούς και τους Πολωνούς σε 13 πόλεις.» (σελ. 107).
Ανάλογα συμπεράσματα εξάγονται και από τη μελέτη των στατιστικών στοιχείων από τις ομοσπονδιακές φυλακές (Πίνακας ΙΙΙ). «Στις στήλες που δείχνουν το ποσοστό εγκλεισμού σε έξι πολιτείες, παρατηρούμε ότι μόνο οι Ελληνες ξεπερνούν το συνολικό ποσοστό των Αμερικάνων. (...) Στη Νέα Υόρκη μόνο οι Ελληνες ξεπερνούν το ποσοστό των Αμερικανών.» (σελ. 150) Από το σύνολο των πολιτειών των ΗΠΑ παρατηρείται ότι σε πέντε πολιτείες το ποσοστό των Ελλήνων φυλακισμένων (πάντα σε αναγωγή προς τον πληθυσμό των μεταναστών) είναι υψηλότερο από το ποσοστό των Αμερικάνων. Στο ίδιο κεφάλαιο, το συμπέρασμα είναι ότι «μεταξύ των εθνικών ομάδων που παρουσιάζουν τα μεγαλύτερα ποσοστά φυλακισμένων είναι οι Μεξικάνοι, οι Κινέζοι, οι Ελληνες, οι Γιαπωνέζοι, και οι Ιταλοί.» (σελ. 152)
Τα στοιχεία αυτά επιβεβαιώνονται σε όλους τους άλλους στατιστικούς πίνακες (σελ. 97-156). Ακόμα και στην πρωτεύουσα του οργανωμένου εγκλήματος κατά το μεσοπόλεμο, το Σικάγο, τα στοιχεία είναι συντριπτικά (σελ. 113). Στον πίνακα με τα απλά παραπτώματα, οι ενήλικες (άνω των 21) Ελληνες προηγούνται με 2.235 (ανά 10.000 της ίδιας κατηγορίας πληθυσμού την πενταετία 1915-1919, με 2.274 το 1920-1924, και με 1.772 το 1925-1929. Τα αντίστοιχα ποσοστά των Ιταλών είναι μόλις 852 (1915-1919), 1.174 (1920-1924) και 1.269 (1925-1929). Το εντυπωσιακό είναι ότι οι Ελληνες στο Σικάγο συναγωνίζονται επί ίσοις όροις τους Ιταλούς, ακόμα και στην κατηγορία των κακουργημάτων. Την πενταετία 1915-1919 Ελληνες και Ιταλοί της αμερικανικής μεγαλούπολης έχουν ακριβώς τις ίδιες επιδόσεις σε κακουργήματα: 191 σε αναγωγή πληθυσμού 10.000. Την πενταετία 1920-1924 οι Ελληνες προηγούνται σαφώς, με 204 έναντι 146 των Ιταλών. Η ισορροπία αποκαθίσταται την επόμενη πενταετία (1925-1929), με 155 για τους Ελληνες και 168 για τους Ιταλούς.

Το γενικό συμπέρασμα είναι ότι τα ποσοστά εγκληματικότητας των Ελλήνων μεταναστών ξεπερνούν κατά πολύ τα ποσοστά όλων των άλλων Ευρωπαίων. Υπολείπονται μόνο των Μεξικανών, οι οποίοι -αν θέλαμε να είμαστε απολύτως ακριβείς- θυμίζουν πολύ περισσότερο τους Αλβανούς μετανάστες στη χώρα μας: ο αριθμός τους είναι πολύ μεγαλύτερος από τις άλλες ομάδες, προέρχονται από γειτονική χώρα, και σε υψηλό ποσοστό έχουν εισέλθει παράνομα στις ΗΠΑ. Ο 10ος τόμος τους αφιερώνει σχεδόν τις μισές σελίδες του. Τους ξαναβρίσκουμε να προηγούνται συντριπτικά στις «επαναπροωθήσεις» του 1929, στον 5ο τόμο του έργου, με 41% του συνόλου των απελάσεων (σελ. 30). Ελπίζουμε με τα στοιχεία αυτά να έχουν πειστεί οι αλβανοφάγοι επικριτές μας ότι είχαν όλο το άδικο με το μέρος τους. Φυσικά το δικό μας συμπέρασμα δεν είναι ότι πρέπει να στιγματιστούν οι γενιές των μεταναστών των αρχών του αιώνα. Προτείνουμε το ακριβώς αντίθετο. Να πάψουμε, δηλαδή, να στιγματίζουμε ολόκληρες εθνικές ομάδες μεταναστών, από το γεγονός και μόνο ότι κάποιες στατιστικές των εγκληματολογικών υπηρεσιών τους αποδίδουν μεγάλο ποσοστό ευθύνης για την αύξηση της εγκληματικότητας. Στο κάτω κάτω της γραφής, μετά από 50 χρόνια, όσοι Αλβανοί μετανάστες αποφασίσουν να μείνουν και να ζήσουν εδώ, μπορεί να διαπρέψουν στην ελληνική κοινωνία, όσο τουλάχιστον και οι δικοί μας συμπατριώτες σήμερα στην Αμερική.

(Ελευθεροτυπία, 28/11/1999)

 

www.iospress.gr                                   ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ