ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΙΕΣΕΩΝ

 

Δικαστές και πολιτικό έγκλημα

1. / 2.   

Το πρώτο σοβαρό θέμα που θα τεθεί στην αυριανή μεγάλη δίκη είναι χωρίς αμφιβολία η αρμοδιότητα του ίδιου του δικαστηρίου. Από την πλευρά της υπεράσπισης των κατηγορουμένων, αλλά και από ευάριθμους γνωστούς ποινικολόγους και καθηγητές σε νομικές σχολές της χώρας, έχει υποστηριχθεί ότι σύμφωνα με το σύνταγμα η υπόθεση έπρεπε να εισαχθεί σε ορκωτό δικαστήριο, όπως επιβάλλεται για κάθε «πολιτικό έγκλημα».

 

Αλλά είναι «πολιτικό έγκλημα» αυτό που ονομάζεται σήμερα «τρομοκρατία»; Οι γνώμες διχάζονται. Ο σχετικός διάλογος είναι γνωστός και έχει απασχολήσει και τις στήλες αυτές, σε εκτενή συνέντευξη του βουλευτή Φοίβου Ιωαννίδη, με τη διπλή ιδιότητα του ποινικολόγου και του πολιτικού κρατούμενου της χουντικής επταετίας.

Αναμένεται λοιπόν από αύριο να υποβληθούν οι σχετικές ενστάσεις, να εκτεθούν από τις δύο πλευρές τα νομικά επιχειρήματα, ώστε τελικά να αποφασίσει το ίδιο το δικαστήριο. Η επιστημονική και νομική κατάληξή του θα κριθεί, με τον τρόπο που αρμόζει. 

Ομως όλο αυτό τον καιρό από τα τηλεοπτικά παράθυρα και τα δημοσιογραφικά άρθρα επαναφέρεται συνεχώς ένα μείζον επιχείρημα υπέρ της εκδίκασης παρόμοιων υποθέσεων από αμιγή δικαστήρια τακτικών δικαστών. Οι ένορκοι, δηλαδή οι απλοί πολίτες, θεωρούνται σύμφωνα μ' αυτή την κυρίαρχη άποψη επιρρεπείς σε παντοειδείς πιέσεις. Αμφισβητείται κατά συνέπεια η δυνατότητά τους να αντέξουν απέναντι στους κατηγορούμενους ως τρομοκράτες. 

Το ίδιο επιχείρημα επικράτησε και κατά τη συζήτηση του γνωστού «τρομονόμου», με τον οποίο αποκλείστηκαν οι υποθέσεις του «οργανωμένου εγκλήματος» από τα ορκωτά δικαστήρια. Βέβαια, κανείς δεν είναι σε θέση να τεκμηριώσει τον ισχυρισμό περί πιέσεων εις βάρος των ενόρκων. 

Αντίθετα, η μοναδική ιστορικά βεβαιωμένη άσκηση πιέσεων σε θέματα που έχουν σχέση με το πολιτικό έγκλημα αφορούσε τακτικούς δικαστές. Οταν οι δικαστές του Εφετείου Αθηνών τόλμησαν να χαρακτηρίσουν «πολιτικά» τα αδικήματα ενός καταζητούμενου «διεθνούς τρομοκράτη», υπέστησαν την πειθαρχική δίωξη από την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου και διασύρθηκαν από τους προϊσταμένους τους. 

Μια ιστορική απόφαση

Η υπόθεση είναι λίγο-πολύ γνωστή. Τον Ιούλιο του 1976 συνελήφθη στην Αθήνα ο Ρολφ Πόλε, τον οποίο καταζητούσαν ως τρομοκράτη οι γερμανικές διωκτικές αρχές. Το αρμόδιο 5μελές Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με την απόφαση 12 της 20ής Αυγούστου 1976 απέρριψε το γερμανικό αίτημα για έκδοση του Πόλε, κρίνοντας ότι η δράση του (δηλαδή και τα αδικήματα για τα οποία είχε καταδικαστεί στη χώρα του) είχε πολιτικό χαρακτήρα.

*Οπως αναφέρει η απόφαση «(ο Πόλε) ήτο κατά το 1971 μέλος μιας επαναστατικής εξτρεμιστικής οργανώσεως, ήτις είχε πολιτικούς σκοπούς και απέβλεπεν εις ενεργόν δράσιν προς ανατροπήν του κρατούντος εις την Δυτικήν Γερμανίαν πολιτικού καθεστώτος και εις αγώνα από κοινού μετά των καταπιεζομένων εις όλον τον κόσμον κατά του Ιμπεριαλισμού και του μονοπωλιακού Καπιταλισμού και εστρέφετο εν γένει κατά του πολιτικού κατεστημένου της Δυτικής Κοινωνίας». 

Η πλειοψηφία του δικαστηρίου (τρεις στους πέντε) έκρινε ότι τα εγκλήματα για τα οποία είχε καταδικαστεί ο Πόλε στη Γερμανία (πλαστογραφία εγγράφων, απάτη, ληστεία, εκβίαση, ένοπλη αντίσταση κατά αστυνομικών οργάνων και εγκλήματα σχετικά με εκρηκτικές ύλες) συνάπτονται ευθέως προς τους πολιτικούς σκοπούς της οργάνωσης, κατά συνέπεια δεν επιτρέπεται η έκδοσή του.

Η απόφαση αυτή συμβάδιζε απολύτως με την τοποθέτηση σημαντικών εκπροσώπων του νομικού και πολιτικού κόσμου. 

*Ο καθηγητής Γεώργιος-Αλέξανδρος Μαγκάκης, ο οποίος τότε ήταν βουλευτής της ΕΔΗΚ, επικρότησε τη νομική της ορθότητα: 

*«Το θέμα είναι καθαρά νομικό. Οι πράξεις για τις οποίες καταδικάσθηκε στη Γερμανία έγκυρα έχουν αποδοθεί από την απόφαση του γερμανικού δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή διεπίστωσε πολιτικό κίνητρο στον Πόλε. Αυτό σημαίνει ότι οι πράξεις του συνιστούσαν μεικτό πολιτικό αδίκημα. Τα μεικτά πολιτικά αδικήματα υπάγονται στην απαγόρευση εκδόσεως. (...) Πρέπει να κατανοηθεί ότι η απόφαση περί μη εκδόσεως του Πόλε δεν σημαίνει πολιτική ταύτιση μαζί του, αλλά σεβασμό στις δικονομικές αρχές του κράτους δικαίου».

*Ο Γιάννης Χαραλαμπόπουλος εκ μέρους του ΠΑΣΟΚ ήταν πιο κατηγορηματικός: «Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι τα αδικήματα του Πόλε είναι πολιτικά. Ο Πόλε αγωνίσθηκε και αγωνίζεται για την επικράτηση των ιδεών του. Η απόφαση του Εφετείου δεν επιδέχεται παρερμηνείες ως προς το σημείο αυτό. Και ήταν μια απόφαση που τιμά τους Ελληνες δικαστές που την εξέδωσαν. Καμιά σκοπιμότητα δεν δικαιολογεί την έκδοση του Πόλε». 

*Ο Ανδρέας Παπανδρέου λίγες μέρες αργότερα και ενόψει της εκδίκασης της υπόθεσης σε δεύτερο βαθμό από τον Αρειο Πάγο προειδοποίησε: «Αναμένεται από ολόκληρο τον ελληνικό λαό ν' αποδείξει η Ελληνική Δικαιοσύνη την ανεξαρτησία της, τόσο απέναντι στην εκτελεστική εξουσία, όσο και απέναντι στις αφόρητες και απαράδεκτες επεμβάσεις της γερμανικής κυβερνήσεως. Ο λαός αναμένει και θα κρίνει».

*Ανάλογες τοποθετήσεις είχαν οι εκπρόσωποι όλου του φάσματος της αριστεράς, διαχωρίζοντας βέβαια τη θέση τους από τις απόψεις και τη δράση του εκζητούμενου γερμανού πολίτη. Ο τότε γενικός γραμματέας της Κ.Ε. του ΚΚΕ Χαρίλαος Φλωράκης δήλωσε: «Ανεξάρτητα από οποιεσδήποτε εκτιμήσεις σχετικά με την ορθότητα των κοσμοθεωρητικών αντιλήψεων και την αποτελεσματικότητα της τακτικής του, η δράση του Ρολφ Πόλε είναι καθαρά πολιτική. Οι Ελληνες έχουν πλούσια και πικρή πείρα για το πώς μετατρέπονται τα πολιτικά αδικήματα σε ποινικά». 

*Ανάλογη ήταν η δήλωση και του γραμματέα της Κ.Ε. του ΚΚΕ εσωτερικού Μπάμπη Δρακόπουλου: «Διαφωνούμε με το σύστημα των ιδεών και τη δραστηριότητα του Πόλε. Είμαστε όμως ριζικά αντίθετοι με την έκδοσή του στις γερμανικές αρχές». 

*Ο Μανόλης Γλέζος, μέλος τότε της Ε.Ε. της ΕΔΑ, πρόσθεσε και τη δική του φωνή: «Διαφωνούμε με τις ιδεολογικές και πολιτικές απόψεις του Ρολφ Πόλε. Διαφωνούμε ακόμη και με τις μεθόδους που χρησιμοποιεί για την πραγμάτωσή τους. Αλλά οι διαφωνίες αυτές σε καμιά απολύτως περίπτωση δεν είναι δυνατόν να μας οδηγήσουν στην άρνηση της παραδοχής της πολιτικής προσωπικότητας του Πόλε. Το πρόβλημα καθίσταται ακόμη πιο επικίνδυνο από την πίεση που ασκεί η κυβέρνηση της Δυτικής Γερμανίας για την έκδοση του Πόλε». 

*Σαφής υπήρξε και ο Στάθης Παναγούλης: «Τα αδικήματα για τα οποία κατηγορείται ο Πόλε είναι μία μορφή αγώνα και δράσης, που είτε εγκρίνονται είτε όχι από όλους μας, στρέφονται ενάντια στην αντίδραση και τον ιμπεριαλισμό και εντάσσονται καθαρά σε πολιτικά πλαίσια. Γι' αυτό ο Πόλε δεν πρέπει να εκδοθεί. Η ελληνική κυβέρνηση ας του δώσει πολιτικό άσυλο, αν το ζητήσει, ή ας τον αφήσει να φύγει σε χώρα που θέλει».

Με εξαίρεση την «Εστία» και τον «Ελεύθερο Κόσμο» ο τύπος συντάχθηκε υπέρ του πολιτικού χαρακτήρα των αδικημάτων και συνεπώς υπέρ της απόφασης του Εφετείου. Σύλλογοι, σωματεία και πολιτικές ομάδες κινητοποιήθηκαν για να αποτρέψουν τη διαφαινόμενη ανατροπή της απόφασης. 

*Ο πρόεδρος της ΕΦΕΕ Στέφανος Τζουμάκας διατύπωσε την άρνηση του φοιτητικού κινήματος να δεχτεί μια τέτοια εξέλιξη: «Η σπουδάζουσα νεολαία της Ελλάδος, η γενιά του Πολυτεχνείου, μέσα από τα βασανιστήρια της ασφάλειας και της ΕΣΑ, ξέρει τι περιμένει τον Ρολφ Πόλε αν εκδοθεί. Ολόκληρη η ελληνική νεολαία είναι σίγουρη για τον πολιτικό χαρακτήρα της δίκης και γνωρίζει -απ' τη νεοελληνική ιστορία τουλάχιστον- εκτελέσεις αγωνιστών εν ψυχρώ από δουλικές και υποτελείς ελληνικές κυβερνήσεις. Σ' αυτή την υπόθεση οι δικαστές του Αρείου Πάγου δεν είναι "εύκολο" για το θεσμό να αποφασίσουν όπως επί δικτατορίας. Λευτεριά στον αγωνιστή Ρολφ Πόλε».

*Ακόμα και ο Ζαν Πολ Σαρτρ, που βρέθηκε εκείνες τις μέρες στην Ελλάδα, έσπευσε να πάρει θέση: «Μαθαίνω πως ο Ρολφ Πόλε κινδυνεύει να εκδοθεί από την Ελλάδα στη Γερμανία. Καταλαβαίνω την έκδοση ενός κρατουμένου που κατηγορείται για αδίκημα του ποινικού δικαίου, όμως τα αδικήματα για τα οποία κατηγορείται ο Πόλε είναι πολιτικά. Για τα πολιτικά αδικήματα η έκδοση είναι παράνομη. Εύχομαι ο Αρειος Πάγος να μην παραβιάσει τούτο το έθιμο, ξαναστέλνοντας τον Ρολφ Πόλε στις γερμανικές αρχές».

Η αντίδραση Μπλέτσα

Η γενική κινητοποίηση δεν απέτρεψε την έκδοση του Πόλε. Ο Αρειος Πάγος με την απόφαση 890 της 1ης Οκτωβρίου 1976 «εξαφάνισε» (κατά τη δικαστική αργκό) την απόφαση του Εφετείου, κρίνοντας ότι τα εγκλήματα για τα οποία είχε καταδικαστεί ο εκζητούμενος δεν μπορεί να θεωρηθούν πολιτικά. Αυθημερόν ο Πόλε μεταφέρθηκε στη Γερμανία και παραδόθηκε στους διώκτες του. Η τότε αντιπολίτευση κατηγόρησε τον πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή ότι μ' αυτό τον τρόπο προσέφερε ένα πολιτικό δώρο στο φίλο του Χέλμουτ Σμιτ ενόψει των γερμανικών εκλογών που διεξάγονταν την επομένη. Ο σάλος κράτησε λίγες μέρες ακόμη, αλλά η υπόθεση δεν είχε κλείσει. 

Ο τότε εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ευστάθιος Μπλέτσας δεν έμεινε ικανοποιημένος με την τελική λύση που δόθηκε στο θέμα. Οπως έγινε γνωστό πολλές μέρες αργότερα, ο Μπλέτσας εισηγήθηκε στις 10 Νοεμβρίου 1976 προς το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο του Αρείου Πάγου την πειθαρχική δίωξη σε βάρος των τριών δικαστών που πλειοψήφησαν στο Εφετείο (Κ. Αλεξόπουλος, Σ. Βάλλας, Χ. Σαρτζετάκης). Το σκεπτικό της εισαγγελικής πρότασης (που κι αυτό έγινε γνωστό δύο μήνες αργότερα) αφορούσε αποκλειστικά τον χαρακτηρισμό ως πολιτικών των εγκλημάτων που σχετίζονται με τις ένοπλες οργανώσεις που συνήθως ονομάζονται «τρομοκρατικές». 

«Η εγκληματική ένωσις της οποίας μετείχεν ο εκζητούμενος δεν στρέφεται κατά του εν Γερμανία κρατούντος πολιτικού καθεστώτος μόνον, αλλά κατά του εν τη χώρα ταύτη και πάση άλλη του Δυτικού κόσμου ισχύοντος οικονομικού και κοινωνικού καθεστώτος. (...) Η τοιαύτη εγκληματική ένωσις και τα υπό των μελών αυτής διαπραττόμενα εγκλήματα σχεδόν ουδέποτε εθεωρήθησαν πολιτικά εγκλήματα, αλλά εγκλήματα του κοινού ποινικού δικαίου. Εις δε την εποχήν μας, καθ' ην αι αναρχικαί και τρομοκρατικαί οργανώσεις επληθύνθησαν, καταστάσαι κοινός κίνδυνος διά τους πολίτας παντός κράτους, δεν γίνεται καν λόγος περί πολιτικών εγκλημάτων ως προς τα εγκλήματα της τρομοκρατίας, αλλά της ανάγκης αυστηροτέρου του προβλεπομένου υπό των ποινικών νόμων κολασμού αυτών, συντελουμένης προς τούτο διεθνούς κινήσεως των πεπολιτισμένων κρατών. (...)

» Οι γνωμοδοτήσαντες υπέρ της μη εκδόσεως εφέται κατέληξαν εις στην κρίσιν περί της συμμετοχής του Ρ. Πόλε εις την προαναφερθείσαν εγκληματικήν ένωσιν ως πολιτικού εγκλήματος. Η κρίσις όμως αυτή ευρίσκεται εις οξείαν αντίθεσιν προς το συμπέρασμα εις το οποίον ώφειλον να καταλήξουν κατά τους μάλλον στοιχειώδεις κανόνας της λογικής. (...) Αποτελεί αυτόχρημα ασυγχώρητον νομικόν σφάλμα διά τη σύγχρονον κοινήν περί Δικαίου αντίληψιν ο χαρακτηρισμός ως πολιτικού εγκλήματος της εγκληματικής ενώσεως. (...) Επειδή η ως άνω γνωμάτευσις καταδεικνύει παράβασιν καθήκοντος, αυθαιρεσίαν και άκραν επιπολαιότητα, ασκούμε πειθαρχικήν αγωγήν κατά των τριών εφετών...».

Η άσκηση πειθαρχικής δίωξης εις βάρος των τριών δικαστών προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων. Θεωρήθηκε ως ευθεία παραβίαση της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης και καταγγέλθηκε από τα κόμματα και τον τύπο. Ο Γεώργιος Μαύρος ζήτησε από τον υπουργό Δικαιοσύνης Κωνσταντίνο Στεφανάκη να κινήσει πειθαρχική διαδικασία εις βάρος του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και ο Ανδρέας Παπανδρέου συνέκρινε την υπόθεση με την επέμβαση του Κόλλια στην υπόθεση Λαμπράκη. Ολοι οι άλλοι πολιτικοί αρχηγοί της αντιπολίτευσης πήραν παρόμοιες θέσεις. 

Την κίνηση Μπλέτσα στιγμάτισαν και γνωστοί νομικοί, όπως ο επίτιμος πρόεδρος του Αρείου Πάγου Αντώνιος Φλώρος, οι καθηγητές Μαγκάκης, Ανδρουλάκης και Βεγλερής, ο πρόεδρος του ΔΣΑ Ευάγγελος Γιαννόπουλος και πολλοί δικηγόροι (Στ. Αλεξανδρής, Αρ. Οικονομίδης, Ν. Γαλεάδης, Σ. Στεφανάκης, Αλ. Λυκουρέζος). 

Με ομόφωνο ψήφισμά του το δ.σ. του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών αποδοκίμασε την πειθαρχική δίωξη και ζήτησε την παραίτηση του εισαγγελέα: «Η παραμονή του κ. Μπλέτσα στη θέση του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κλονίζει το κύρος του θεσμού και ζημιώνει τη Δικαιοσύνη και γι' αυτό επιβάλλεται η παραίτησή του». Ανάλογη θέση πήραν και οι καθηγητές της Νομικής Σχολής Αθηνών που συνεδρίασαν στις 8 Δεκεμβρίου: «Η Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών θεωρεί ότι το γράμμα και το πνεύμα του Συντάγματος αποκλείουν την πειθαρχική δίωξη των δικαστών διά κρίσιν ή γνώμην εν τη εκτελέσει των καθηκόντων των».

Τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα

Η πρωτοβουλία του Μπλέτσα δεν έγινε λοιπόν δεκτή την περίοδο που εκδηλώθηκε. Οι αντιδράσεις υπήρξαν τόσο έντονες ώστε η κυβέρνηση υποχρεώθηκε να τον «αδειάσει» με ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις. Οι σχετικές συζητήσεις στη Βουλή (βλ. διπλανή στήλη) κατέληξαν σε άτακτη υποχώρηση των εκπροσώπων της, που φανέρωναν την πολιτική της ήττα, αλλά και την ενοχή της στον όλο χειρισμό της εσπευσμένης παράδοσης του Πόλε στις γερμανικές αρχές. Ομως το αποτέλεσμα της δίωξης των τριών δικαστών σημάδεψε την κρίσιμη μεταπολιτευτική περίοδο και αποτέλεσε αναμφισβήτητο πρόκριμα της νομικής αντιμετώπισης παρόμοιων υποθέσεων από την ελληνική Δικαιοσύνη.

Με εξαίρεση ελάχιστες περιπτώσεις, η νομολογία του Εφετείου και του Αρείου Πάγου στράφηκε στην υιοθέτηση της αυστηρής «αντικειμενικής» θεωρίας του πολιτικού εγκλήματος και δέχτηκε ότι πρέπει να εκδοθούν στις χώρες που τους ζητούν οι αλλοδαποί διωκόμενοι ως «τρομοκράτες» (Παλαιστίνιοι, Δυτικοευρωπαίοι, κ.λπ.). Μια από τις ελάχιστες αυτές εξαιρέσεις υπήρξε μια σχετικά πρόσφατη απόφαση του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών (2/1998), η οποία όρισε ως πολιτικό έγκλημα «αυτό που ενόψει των ελατηρίων που κίνησαν το δράστη, το σκοπό που επιδιώχθηκε και της φύσης των δικαιωμάτων που προσβλήθηκαν στρέφεται κατά της πολιτικής οργάνωσης του κράτους και τείνει στην ανατροπή ή αλλοίωση της καθεστηκυίας τάξεως». 

Στην ίδια απόφαση το Συμβούλιο δέχτηκε ότι οι λεγόμενες τρομοκρατικές ομάδες «φρόντιζαν με παράνομους τρόπους (κλοπές, ληστείες, κ.λπ.) να εφοδιάζονται με όπλα και πυρομαχικά για την επίτευξη του σκοπού τους που έφτανε (...) μέχρι του σημείου εγκαθιδρύσεως της δικτατορίας του προλεταριάτου». Το συμπέρασμα ήταν ότι οι πράξεις (του εκζητούμενου) «έχουν πραγματικά πολιτικό χαρακτήρα ακριβώς γιατί τελέστηκαν από αυτόν μαζί με άλλους συνεργούς του ως μέλους ομάδων που είχε πολιτικούς σκοπούς».

Πρόκειται για μια απόφαση που συμπλέει με εκείνη την ιστορική απόφαση του 1976. Πρόκειται, όμως, για εξαίρεση. Μπορεί, λοιπόν, να ηττήθηκε στο πολιτικό πεδίο η πρωτοβουλία Μπλέτσα, αλλά στο εσωτερικό της Δικαιοσύνης λειτούργησε ως ανάσχεση των προοδευτικών πολιτικών αναζητήσεων που γεννούσε η μεταπολιτευτική περίοδος. Είναι χαρακτηριστική η «παρεπόμενη» συνέπεια της υπόθεσης στο χώρο των δικαστικών λειτουργών. Υπήρξε μόνο μία (1) πρωτοδίκης που τόλμησε να αντιπαρατεθεί δημόσια με τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. 

*Ο Μπλέτσας είχε δημόσια δηλώσει ότι «είναι απολύτως βέβαιον ότι ουδείς των εν τη υπηρεσία δικαστών θεωρεί την ενέργειάν μου ως στρεφομένην κατά της ανεξαρτησίας των». Απαντώντας στην πρόκληση, η πρωτοδίκης Ρούλα Κακλαμανάκη έστειλε στον τύπο σύντομη επιστολή, όπου εγκαλούσε τον ανώτατο δικαστικό λειτουργό: «Δεν έχετε το δικαίωμα κύριε Εισαγγελέα. Η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης που σε πολλές εγκυκλίους σας προς τους δικαστικούς λειτουργούς τονίσατε και εξήρατε λειτουργεί προς όλες τις κατευθύνσεις. Είναι αρχή και θεσμός. Εκείνοι που επιδιώκουν την εξουδετέρωση του θεσμού αυτού (συνταγματικά κατοχυρωμένου σε διεθνή κλίμακα) και την υπαλληλοποίηση του δικαστικού κλάδου δεν έπρεπε να βρουν στο πρόσωπό σας το κατάλληλο όργανο. (...) Αραγε τούτο το πλήγμα στο διάτρητο στήθος της Δικαιοσύνης μας είναι η χαριστική βολή;».

Το θάρρος της δικαστίνας δεν έμεινε χωρίς συνέπειες. Παρά τη γενική επιδοκιμασία που είχε η στάση της, ασκήθηκε δίωξη εις βάρος της από την Εισαγγελία Εφετών και κλήθηκε σε απολογία έξι μήνες αργότερα. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο του Αρείου Πάγου συνεδρίασε σε δύο βαθμούς και της επέβαλε την πειθαρχική ποινή της «προσωρινής παύσεως ενός μηνός για συμπεριφορά ασυμβίβαστη προς το αξίωμά της, θίγουσα το γόητρο της Δικαιοσύνης». Ακολούθησε η δυσμενής της μετάθεση από την Αθήνα στην Καρδίτσα, με την αιτιολογία της «απώλειας του κύρους της ως δικαστή». Η πρωτοδίκης υποχρεώθηκε να παραιτηθεί. 

Η κυρία Κακλαμανάκη δεν «χάθηκε». Στράφηκε στην πολιτική. Εκλέχτηκε δύο φορές βουλευτής Α' Αθηνών και τοποθετήθηκε από τον Ανδρέα Παπανδρέου στη θέση της υφυπουργού Κοινωνικών Ασφαλίσεων (1981-1986) και Παιδείας (1988). Ομως το μήνυμα από την τύχη της στο δικαστικό σώμα ήταν σαφές.

Ας μην επαναληφθούν, λοιπόν, τα περί «πιέσεων» στους ενόρκους και περί αντοχής των τακτικών δικαστών. Οι τακτικοί δικαστές έχουν δυστυχώς υποστεί τις πιέσεις αυτές πολύ νωρίς, εδώ και δεκαετίες. Σε λίγες μέρες θα γνωρίζουμε και τα όρια της αντοχής τους.

(Ελευθεροτυπία, 2/3/2003)

 

www.iospress.gr                                  ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ