Ο ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΣ ΕΧΘΡΟΣ

 

Ιρακινοί στις ΗΠΑ

1. / 2.   

Στο Ιράκ πολεμά η αφρόκρεμα του στρατού των ΗΠΑ και στα μετόπισθεν καθαρίζει το FBI. Πρώτος στόχος οι πολίτες των ΗΠΑ με ιρακινή καταγωγή. Από κοντά και η σύμμαχος Ελλάδα.

 

Η αμερικανοβρετανική επίθεση εναντίον του Ιράκ μόλις είχε αρχίσει, όταν διάφορα ΜΜΕ των ΗΠΑ έσπευσαν να μεταδώσουν πως η είδηση έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από τους ιρακινής καταγωγής πολίτες της χώρας. 

«Ολη μέρα παρακολουθούσαν με αγωνία δικτυακούς τόπους και chat rooms, για νέα σχετικά με το επερχόμενο στρατιωτικό χτύπημα», διαβάζουμε λ.χ. σε ένα τυπικό ρεπορτάζ των Los Angeles Times (20.3.03), η δημοσιογράφος των οποίων πέρασε το πρώτο 24ωρο με μια «τυπική» αμερικανοϊρακινή οικογένεια. «Χοροπηδούσαν ανάμεσα στην αμερικανική και την ιρακινή δορυφορική τηλεόραση, έτρωγαν χουρμάδες και κατσικίσιο τυρί και συζητούσαν με έξαψη για τη στιγμή του χτυπήματος. Οταν αυτή έφτασε, ξέσπασαν σε άγριες ζητωκραυγές». 

Σε γενικές γραμμές, αυτή υπήρξε η επίσημη εικόνα. Γιατί υπάρχει και μια άλλη πλευρά, πολύ λιγότερο απλουστευτική. 

Είναι βέβαια γεγονός ότι κάποιοι Ιρακινοί των ΗΠΑ όχι μόνο ενθουσιάστηκαν με την αμερικανοβρετανική επίθεση αλλά και είχαν εργαστεί -επί χρόνια- με όλες τους τις δυνάμεις για τη δρομολόγησή της. 

Πολύ περισσότεροι, όμως, είναι εκείνοι που δεν συμμετείχαν σ' αυτή τη διαδικασία, και σήμερα βρίσκονται στο μάτι του κυκλώνα (και των υπηρεσιών ασφαλείας) σαν πιθανοί «πεμπτοφαλαγγίτες» και δυνάμει «εσωτερικός εχθρός». Μόνο που, κάτω από συνθήκες πολέμου, τους είναι κομμάτι δύσκολο να εκφράσουν ελεύθερα τις απόψεις και τα συναισθήματά τους. Ασε που θα πρέπει πρώτα απ' όλα να αποδείξουν στις αρμόδιες υπηρεσίες ότι δεν είναι ελέφαντες.

Η κοινότητα και το λόμπι

Ο αριθμός των Αμερικανοϊρακινών, όπως και όλων των άλλων μειονοτήτων της χώρας, αποτελεί αντικείμενο συζήτησης. Στην τελευταία απογραφή (2000), «ιρακινής καταγωγής» δήλωσαν μονάχα 37.714 κάτοικοι των ΗΠΑ, ενώ άλλοι 82.355 δήλωσαν «Ασσύριοι» ή «Χαλδαίοι» (κατηγορία που στη συντριπτική πλειοψηφία της αφορά τη χριστιανική μειονότητα του Ιράκ). Από το Ιράκ πιθανότατα προέρχεται κι ένα ποσοστό των 205.882 κατοίκων που προτίμησαν να δηλώσουν απλώς «Αραβες». 

Οι αριθμοί αυτοί θεωρούνται σαφώς κατώτεροι από την πραγματικότητα και αποδίδονται στην ανασφάλεια που αισθάνονται πολλοί Ιρακινοί των ΗΠΑ, με αποτέλεσμα να αποφεύγουν να δηλώσουν την καταγωγή τους. Το φαινόμενο αφορά άλλωστε όλους τους Αμερικανούς αραβικής καταγωγής -κι όχι μόνο αυτούς: ένα 20% των απογραφόμενων προτίμησε κατά την τελευταία απογραφή να αφήσει κενά τα σχετικά μέρη του ερωτηματολογίου. Ανεξάρτητες εκτιμήσεις κάνουν λόγο για περίπου 350.000 Αμερικανοϊρακινούς (των Ασσυροχαλδαίων συμπεριλαμβανόμενων). Συγκεκριμένοι αριθμοί υπάρχουν μόνο για τους επίσημους μετανάστες των τελευταίων δεκαετιών: 88.614 άτομα μεταξύ 1965 και 2000, το 46% των οποίων κατέφυγε στις ΗΠΑ μετά τον πόλεμο του 1991. 

Η στάση των Αμερικανοϊρακινών απέναντι στην «ιρακινή πολιτική» της επίσημης Ουάσιγκτον, κάθε άλλο παρά δεδομένη ή ενιαία μπορεί να θεωρηθεί. Στις 5 Φεβρουαρίου 1998, λ.χ., περισσότεροι από 1.000 μέλη της κοινότητας διαδήλωσαν στο Σάουθφιλντ του Μίτσιγκαν υπέρ της άμεσης άρσης του εμπάργκο κι ενάντια στα σχέδια στρατιωτικής δράσης εναντίον του Ιράκ. Την πρωτοβουλία είχαν πάρει η ομοσπονδία και η αρχιεπισκοπή των Ασσυροχαλδαίων. 

Την ίδια χρονιά (1998) ιδρύθηκε το Ιρακινοαμερικανικό Συμβούλιο (IAC), από Ιρακινούς πρώην φοιτητές που κατά τη δεκαετία του ’80 είχαν αναπτύξει δραστηριότητα εχθρική προς το καθεστώς της Βαγδάτης. Επίσημη φιλοδοξία του είναι να εκπροσωπήσει το -αδιαμόρφωτο ακόμη- αμερικανοϊρακινό λόμπι στην πολιτική σκηνή των ΗΠΑ: «Και τα δύο κόμματα», διαβάζουμε στην ιστοσελίδα του, «με μεγάλη χαρά παίρνουν τις εισφορές των αμερικανοϊρακινών στα προεκλογικά τους ταμεία, όμως οι Αμερικανοϊρακινοί δεν έχουν ακόμη κατακτήσει τη θέση που δικαιούνται στο αμερικάνικο πολιτικό σύστημα. Αυτό το καθεστώς πολιτών β΄ κατηγορίας θα εξακολουθήσει να υπάρχει, όσο δεν καταφέρνουμε να μιλήσουμε δυνατά με μια φωνή». Οσον αφορά το ίδιο το Ιράκ, το IAC έθεσε ως καταστατικό στόχο του «να επηρεάσει τους ηγέτες τούτης της χώρας» (δηλ. των ΗΠΑ) «ώστε να υποστηρίξουν την εγκαθίδρυση μιας δημοκρατικής κυβέρνησης» στη Βαγδάτη. 

Δεν γνωρίζουμε σε ποιο βαθμό η δημιουργία του IAC συνδεόταν με τη δραστηριοποίηση, την ίδια ακριβώς χρονική περίοδο, ενός ανοιχτά φιλοπόλεμου λόμπι «αλύτρωτων Ιρακινών» σε στενή διαπλοκή με τα γεράκια του Πενταγώνου: Ιρακινό Εθνικό Κογκρέσο (INC), Ιδρυμα Ιράκ, Ιρακινό Φόρουμ για τη Δημοκρατία (IFD), Επιτροπή για την Ειρήνη και την Ασφάλεια στον Κόλπο (CPSG) κ.ο.κ. 

Το σίγουρο είναι πάντως ότι, τους τελευταίους τουλάχιστον μήνες, το IAC θα αναπτύξει μια δημόσια δραστηριότητα σαφώς υπέρ της επερχόμενης επέμβασης. Στις 9.8.2002 εκδίδει ανακοίνωση «πλήρους υποστήριξης στις αποφασιστικές προσπάθειες του προέδρου Μπους να απομακρύνει τον ιρακινό δικτάτορα από την εξουσία» και στις 27 Οκτωβρίου οργανώνει αντιδιαδήλωση υπέρ του πολέμου, σε αντιπαράθεση με τις ειρηνιστικές κινητοποιήσεις εκείνης της ημέρας. Την 1η Μαρτίου 2003, τέλος, ο πρόεδρός του Αζίζ αλ-Ταϊ είναι κεντρικός ομιλητής στην πολεμοχαρή «πατριωτική» εκδήλωση που οργάνωσαν οι «Ελεύθεροι Ρεπουμπλικάνοι» έξω από τα γραφεία του ΟΗΕ, καταγγέλλοντας όσους αντιτίθενται στην εκστρατεία του Μπους σαν άσχετους με την ιρακινή πραγματικότητα και συνοδοιπόρους του Σαντάμ 

Το μεγαλύτερο μέρος της κοινότητας θα αποφύγει, ωστόσο, κάθε σχέση μ' αυτό το φιλοπόλεμο λόμπι. «Η συμμετοχή των Αμερικανοϊρακινών στο κίνημα της αντιπολίτευσης υπήρξε περιορισμένη», παραδέχεται χαρακτηριστικά ένα από τα στελέχη του τελευταίου, η Λάιθ Κούμπα του ακροδεξιού Εθνικού Κληροδοτήματος για τη Δημοκρατία (NED), μιλώντας στο κυβερνητικό τηλεοπτικό πρόγραμμα Global Exchange (5.6.02). Ακόμη και τα πιο αβανταδόρικα ρεπορτάζ, άλλωστε, δεν θα παραλείψουν να επισημάνουν τον εξαιρετικά μικρό αριθμό ανθρώπων που παίρνουν μέρος στις εκδηλώσεις του IAC. 

Από την άλλη, η συμμετοχή της κοινότητας στο αντιπολεμικό κίνημα υπήρξε πολύ λιγότερο μετρήσιμη. Οσοι Αμερικανοϊρακινοί πήραν μέρος στις αντιπολεμικές εκδηλώσεις, απέφυγαν να προβάλουν αυτή τους την ιδιότητα, για λόγους παραπάνω από προφανείς. Η συμμετοχή αυτή όμως ομολογείται, κάπως διακριτικά είν' αλήθεια, από τις ευρύτερες οργανώσεις των αμερικανών Αράβων. 

«Οπως υπάρχει διάσταση απόψεων σχετικά μ' αυτό τον πόλεμο σε όλες τις ΗΠΑ, έτσι υπάρχει διάσταση απόψεων και στην κοινότητά μας», διαβάζουμε λ.χ. στην ιστοσελίδα του Αραβο-Αμερικανικού Ινστιτούτου. «Αυτό ισχύει ιδίως για την κοινότητα των Αμερικανοϊρακινών, όπου υπάρχουν εκείνοι που ελπίζουν ότι αυτός ο πόλεμος θα απελευθερώσει το Ιράκ, ενώ άλλοι ανησυχούν για τους κινδύνους που ένας πόλεμος δημιουργεί για τις οικογένειες και τους φίλους τους». 

Προσωπικές διαδρομές και βιώματα διαδραματίζουν, απ' ό,τι φαίνεται, καθοριστικό ρόλο στη στάση των επιμέρους μελών της κοινότητας απέναντι στον πόλεμο. Πολλοί από τους Αμερικανοϊρακινούς έχουν εγκαταλείψει το Ιράκ καταδιωκόμενοι από το καθεστώς του Μπάαθ, ενώ οι περισσότεροι εξακολουθούν να διατηρούν σχέσεις με συγγενικά και φιλικά πρόσωπα που παραμένουν εκεί. Το αποτέλεσμα είναι έτσι, συχνά, σχεδόν σχιζοφρενικό. 

Αυτή η «σχιζοφρένεια» δεν αφορά, βέβαια, μονάχα τους Αμερικανούς ιρακινής καταγωγής αλλά κι ένα πολύ μεγαλύτερο τμήμα των Αράβων των ΗΠΑ. 

Τυπικό δείγμα ο παλαιστίνιος ογκολόγος Χαντάρ Χουσεϊν, εγκαταστημένος στις ΗΠΑ από το 1971 κι αμερικανός πολίτης από το 1980: Μεγαλωμένος στους προσφυγικούς καταυλισμούς της Βηθλεέμ, απόφοιτος του αμερικανικού πανεπιστημίου της Βηρυτού, έχει τον πατέρα του και τέσσερα αδέρφια στην Ιορδανία, έναν αδερφό στη Βηθλεέμ κι άλλον ένα στον ιρακινό στρατό, με το βαθμό μάλιστα του ταξίαρχου. Οκτώ από τα ανίψια του ζουν μόνιμα στη Βαγδάτη, ενώ ο μεγαλύτερος γιος του υπηρετεί στην αμερικανική Εθνοφρουρά κι αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο να σταλεί κάποια στιγμή στον Κόλπο, για να «απελευθερώσει» το Ιράκ πολεμώντας τους στρατιώτες του θείου του. 

Ο 61χρονος γιατρός δηλώνει απερίφραστα στους Los Angeles Times (28.3.03) ότι «ο Σαντάμ θα έπρεπε να κρεμαστεί από ένα δέντρο, όχι από το λαιμό αλλά από ένα πιο ευαίσθητο μέρος της ανδρικής ανατομίας». Ταυτόχρονα, ωστόσο, καταγγέλλει την αμερικανοβρετανική εισβολή στο Ιράκ ως «μια εγκληματική και υστερόβουλη ενέργεια, που θέλει να παραδώσει τον έλεγχο της γης και των πετρελαίων της Μέσης Ανατολής στο Ισραήλ» και δηλώνει ότι και ο ίδιος, ως αμερικανός πολίτης, αισθάνεται ένοχος γι’ αυτό.

Μια συμπληρωματική εικόνα παίρνουμε από τηλεοπτικό ρεπορτάζ του δικτύου CBS για την ιρακινή κοινότητα του Ντιτρόιτ, που ξεπερνά τα 100.000 άτομα (25.3.03). «Ολοι οι Ιρακινοί από τους οποίους πήραμε συνέντευξη», εξηγεί η δημοσιογράφος Μελίντα Μέρφι, «συμφωνούν σ' ένα πράγμα: όσο ευγνώμονες και να είναι κάποιοι απ' αυτούς απέναντι στα συμμαχικά στρατεύματα, δεν θέλουν η πατρίδα τους να βρεθεί κάτω από στρατιωτική κατοχή». 

Ο μεγάλος φόβος

Πέρα από τις γενικότερες πολιτικές τους απόψεις ή το φόβο για την τύχη φίλων και συγγενών πίσω στην πατρίδα, οι περισσότεροι Ιρακινοί των ΗΠΑ είχαν άλλον ένα λόγο ανησυχίας: το ενδεχόμενο η προσωπική τους ασφάλεια να αποτελέσει μια ακόμη «παράπλευρη απώλεια» του πολέμου. Η εμπειρία του αντιαραβικού κι αντιμουσουλμανικού πογκρόμ, την επαύριο της σφαγής στους δίδυμους πύργους, ήταν αρκετά νωπή και, προπαντός, αποκαλυπτική για τις συνέπειες της (έστω και αθέλητης) ταύτισής τους με τον «εχθρό». 

Επιπλέον, υπάρχει το ιστορικό προηγούμενο της συλλογικής αντιμετώπισης των Αμερικανογιαπωνέζων από τις αμερικανικές αρχές στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου: μαζικές συλλήψεις κι εγκλεισμός εκατοντάδων χιλιάδων πολιτών σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, μέχρι το τέλος της σύρραξης. 

Ο φόβος μιας τέτοιας συλλογικής ταύτισης αγκαλιάζει όχι μόνο τους ιρακινής καταγωγής κατοίκους, αλλά όλους λίγο πολύ τους Αραβες των ΗΠΑ. «Προσευχόμαστε να μην υπάρξει καμιά άλλη τρομοκρατική επίθεση, εδώ στη Ν. Υόρκη ή οπουδήποτε αλλού», γράφει χαρακτηριστικά στην Washington Post η -αιγυπτιακής καταγωγής- συγγραφέας Νόρα Ελταγουέι. «Εκτός από τους προφανείς φόβους για την ασφάλειά μας, πολλοί μουσουλμάνοι ανησυχούν ότι, σε περίπτωση τέτοιας επίθεσης, θα συλληφθούν μαζικά» (24.3.03).

Πιο χειροπιαστή είναι η προοπτική διάχυτης, «κοινωνικής» βίας εις βάρος όσων οι κάθε λογής αγανακτισμένοι εθνικόφρονες θεωρήσουν ως «εσωτερικό εχθρό». Ηδη πριν από το ξέσπασμα του πολέμου, το Συμβούλιο Αμερικανοϊσλαμικών Σχέσεων επισήμαινε μια ραγδαία αύξηση στα ρατσιστικά κρούσματα με στόχο αραβικής καταγωγής πολίτες των ΗΠΑ: από άρνηση εξυπηρέτησης στα μαγαζιά και ομαδικούς προπηλακισμούς (του τύπου «ξεκουμπιστείτε, δεν γουστάρουμε Αραβες εδώ» ή «γύρνα στην πατρίδα σου, τρομοκράτη») μέχρι εκφοβιστικούς πυροβολισμούς, σπάσιμο παραθύρων, κακοποιήσεις και «προειδοποιητικές» απειλές βιασμού εις βάρος «μελαψών» γυναικών. 

Ως ένα πρώτο μέτρο, οι αραβο-μουσουλμανικές οργανώσεις των ΗΠΑ διανέμουν μέσω ταχυδρομείου, fax ή Διαδικτύου, φυλλάδια με οδηγίες για την αντιμετώπιση παρόμοιων περιστατικών. Πέρα από τις αναμενόμενες ενθαρρύνσεις έγκαιρης καταγγελίας κάθε τέτοιου ρατσιστικού κρούσματος, οι οδηγίες αυτές εστιάζουν την προσοχή τους κυρίως στην ανάγκη στενής επαφής και συνεργασίας με τις τοπικές κι ομοσπονδιακές υπηρεσίες ασφαλείας. 

Οι ίδιες ωστόσο αυτές υπηρεσίες, πριν ακόμη αρχίσει η επίθεση κατά του Ιράκ, είχαν φροντίσει να βάλουν στο στόχαστρο τον συλλογικό αυτό «εσωτερικό εχθρό». Μ’ έναν τρόπο, βέβαια, απόλυτα εκσυγχρονιστικό…

«Εθελούσιες Συνεντεύξεις» 

Ηδη από την πρώτη μέρα του πολέμου (20.3.03), ο διευθυντής του FBI Ρόμπερτ Μιούλερ έσπευσε να ανακοινώσει τη συμμετοχή της ομοσπονδιακής Ασφάλειας στον πόλεμο: «Ενώ οι ένοπλες δυνάμεις μας δίνουν τη μάχη πέρα από τον ωκεανό, το FBI είναι έτοιμο να υπερασπιστεί τους Αμερικανούς από επιθέσεις αντιποίνων εδώ στην πατρίδα. Ψάχνουμε κάθε ίχνος, ανταποκρινόμαστε σε κάθε απειλή, συντονιζόμαστε με κάθε συνεργάτη, κάνουμε ό,τι μπορούμε για να αποτρέψουμε τους τρομοκράτες να αντεπιτεθούν». 

Πιο ενδιαφέρουσες είναι οι λεπτομέρειες αυτής της «επαγρύπνησης». Σύμφωνα πάντα με τον Μιούλερ, ολόκληρη την περασμένη χρονιά το FBI μελετούσε τα μέτρα που έπρεπε να ληφθούν ενόψει του σχεδιαζόμενου πολέμου -για να τα βάλει σε εφαρμογή αμέσως μετά την έναρξη των στρατιωτικών επιχειρήσεων. 

Το σημαντικότερο αφορά την εύσχημη ανάκριση χιλιάδων ανθρώπων. «Ειδικοί πράκτορες έχουν σταλεί να πάρουν συνεντεύξεις από άτομα ιρακινής καταγωγής στις ΗΠΑ», με διπλό σκοπό: αφ' ενός μεν «να διαβεβαιωθούν» οι Αμερικανοϊρακινοί «για την ευθύνη του FBI να τους προστατέψει από τυφλά εγκλήματα», αφ' ετέρου (κι εδώ βρίσκεται το ζουμί της υπόθεσης) «να αποσπασθούν πληροφορίες για οποιεσδήποτε ενδεχόμενες επιχειρήσεις ιρακινών πρακτόρων ή συμπαθούντων». 

Αναλυτικότερες υπήρξαν οι εξηγήσεις κάποιων τοπικών παραρτημάτων της ίδιας υπηρεσίας. Το FBI του Σακραμέντο ανακοίνωσε λ.χ. την ίδια μέρα ότι στόχος των «εθελοντικών συνεντεύξεων» είναι τόσο «η συγκέντρωση πληροφοριών για πιθανές απειλές κατά της χώρας» όσο και η «αναζήτηση συνεργατών και πληροφοριών σχετικά με τις συνεχιζόμενες δραστηριότητες στο Ιράκ». 

Δεν πρόκειται για κεραυνό εν αιθρία. Τα σχέδια γι' αυτές τις «συνεντεύξεις» είχαν διαρρεύσει στον Τύπο ήδη από τα μέσα του περασμένου φθινοπώρου. Οσο για την υλοποίηση του προγράμματος, αυτή -σύμφωνα με το Associated Press (24.1.03)- είχε ξεκινήσει ήδη από το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Δεκεμβρίου, πολύ πριν δηλαδή από την έναρξη των στρατιωτικών επιχειρήσεων. Πολύ λογικά, άλλωστε, αφού σκοπός του ήταν «το ξετρύπωμα δυνάμει τρομοκρατών και η συγκέντρωση κατασκοπευτικών πληροφοριών που θα μπορούσε να χρησιμεύσει στον πόλεμο» (Wall Street Journal 15.1.03).

Αυτό που ξαφνιάζει είναι η έκταση του εγχειρήματος. Οι σχετικές λίστες του FBI περιλαμβάνουν συνολικά κάπου 50.000 Αμερικανοϊρακινούς, από τους οποίους ένας αριθμός 11.000-15.000 αποτελεί την πρώτη δόση. Μέχρι τις 28 Μαρτίου, περίπου 6.700 άτομα είχαν ήδη ανακριθεί. 

Η ειδησεογραφία για το περιεχόμενο αυτής της ανάκρισης είναι αρκετά αποκαλυπτική. «Οι πράκτορες», μας πληροφορεί το Assossiated Press (28.3.03), «ρωτούν για το καθεστώς παραμονής των ανθρώπων, για τη ζωή τους στο Ιράκ, γιατί έφυγαν από εκεί, αν πηγαίνουν σε κάποιο τζαμί, τα ονόματα συγγενών τους κι αν γνωρίζουν κάποιους τρομοκράτες στις ΗΠΑ. Από συνεντεύξεις έχουν περάσει τόσο αμερικανοί πολίτες όσο και πρόσφατοι μετανάστες». Αλλα ερωτήματα αφορούν πληροφορίες για άτομα «που στέλνουν χρήματα στο Ιράκ» ή «θα είχαν συμφέρον να βλάψουν τις ΗΠΑ». Πιο άμεσες διατυπώσεις διαβάζουμε στην Detroit Free Press (21.3.03): «Από πού είσαι; Ποιοι αποτελούν την οικογένειά σου; Γνωρίζεις τίποτα τρομοκράτες; Υπηρέτησες στον ιρακινό στρατό;» 

Από κάποιους ζητήθηκαν απίστευτες λεπτομέρειες (π.χ. τα ονόματα παλιών συμφοιτητών τους που έμειναν στο Ιράκ), σε άλλους έγινε πρόταση να επιστρέψουν εκεί σαν πράκτορες, ενώ δεν έλειψαν οι περιπτώσεις απειλών και καθαρά τρομοκρατικής συμπεριφοράς. 

Ετσι κι αλλιώς, δεν πρόκειται για την πιο ευχάριστη ή καθησυχαστική εμπειρία. Οταν οι υπηρεσιακοί «επισκέπτες» ζήτησαν να μάθουν τις προσωπικές απόψεις του για το καθεστώς του Σαντάμ, ο 45χρονος μηχανικός Χασάν Χάνα -πολιτικός πρόσφυγας, γενικός γραμματέας του Εθνικού Συνεδρίου Χαλδαίων κι αμερικανός πολίτης εδώ και χρόνια- συνειδητοποίησε ξαφνικά το νόημα της όλης διαδικασίας: «Η υπηκοότητα δεν είναι παρά ένα άχρηστο φύλλο χαρτί. Η κυβέρνηση δεν εμπιστεύεται τη νομιμοφροσύνη μας». 

Με δυο λόγια, οι ανακρινόμενοι υποχρεώνονται να αποδείξουν τον πατριωτισμό τους, χαφιεδίζοντας ενδεχομένως συμπατριώτες, φίλους και συγγενείς τους. Εν μέρει για να ενισχύσει αυτό το κλίμα, εν μέρει και για να δικαιολογήσει την όλη επιχείρηση στα μάτια της κοινής γνώμης, ο διευθυντής του FBI θα δηλώσει, μια βδομάδα μετά το ξέσπασμα του πολέμου, ότι «οι συνεντεύξεις απέδωσαν πολύτιμες πληροφορίες για πιθανούς στόχους των αμερικανικών στρατευμάτων στο Ιράκ».

Διαφορετική είναι, ωστόσο, η εικόνα των ίδιων των ενδιαφερόμενων. «Με ρώτησαν αν ξέρω κανέναν που να κατασκευάζει βόμβες», εξηγεί στους L.A. Times (28.3.03) ο Χαλέντ αλ-Φαρίς, αμερικανός πολίτης εδώ και τρεις δεκαετίες. «Με ρώτησαν επίσης τι θα έπρεπε να κάνουν οι ΗΠΑ για να βελτιώσουν τις δημόσιες σχέσεις τους στη Μέση Ανατολή. Καταλαβαίνω πως αυτή είναι η δουλειά τους. Ομως, έφυγα από το Ιράκ επειδή εκεί κινδύνευες να υποβληθείς σε ανάκριση στα καλά καθούμενα. Τώρα, εδώ στην Αμερική, βρίσκομαι αντιμέτωπος με το ίδιο πράγμα». 

Τυπικά, η όλη διαδικασία είναι εθελούσια και -το κυριότερο- χωρίς δυσάρεστες παρενέργειες για τους ανακρινόμενους. Ηδη από την πρώτη μέρα, ωστόσο, ανακοινώθηκαν «λιγοστές» συλλήψεις συνεντευξιαζόμενων, που βρέθηκαν να έχουν παραβιάσει διατάξεις της μεταναστευτικής νομοθεσίας. Από τις καλές ή κακές εντυπώσεις των ασφαλιτών εξαρτάται, άλλωστε, η ενδεχόμενη υπαγωγή του ανακρινόμενου σε μια άλλη κατηγορία: αυτή των καθεαυτό υπόπτων, εις βάρος των οποίων δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία για να ασκηθεί κατηγορία. «Ανθρωποι για τους οποίους υπάρχει ένας βαθμός ανησυχίας», εξηγεί στους L.A. Times (22.3.03) ένα στέλεχος των υπηρεσιών ασφαλείας. «Μιλάμε για μια πολύ σταμπαρισμένη ομάδα».

Τη σαφέστερη εικόνα αυτού του δεύτερου, παράλληλου ανθρωποκυνηγητού μας δίνει η ανακοίνωση που έβγαλε την πρώτη μέρα του πολέμου το νεοσύστατο Γραφείο Μεταναστευτικής και Τελωνειακής Επιβολής (BICE), που υπάγεται απευθείας στο Υπουργείο Εθνικής Ασφαλείας: «Ομάδες πρακτόρων του BICE και του FBI άρχισαν να αναζητούν συγκεκριμένα άτομα ιρακινής εθνικότητας που βρίσκονται παράνομα στις ΗΠΑ και να τα συλλαμβάνουν. Η κοινή αυτή επιχείρηση, η οποία πραγματοποιείται στα πλαίσια της επιχείρησης Ασπίδα Ελευθερίας, αποσκοπεί να απομακρύνει από τους δρόμους άτομα τα οποία θα μπορούσαν να αποτελέσουν απειλή για την ασφάλεια του αμερικανικού λαού. Οι Ιρακινοί που αποτελούν στόχο αυτής της επιχείρησης εντοπίστηκαν με τη χρήση κατασκοπευτικών κριτηρίων και βρίσκονται παράνομα στη χώρα. Επειδή η επιχείρηση βρίσκεται σε εξέλιξη, προς το παρόν δεν είμαστε σε θέση να δώσουμε στη δημοσιότητα περισσότερες πληροφορίες».

(Ελευθεροτυπία, 6/4/2003)

 

www.iospress.gr                                  ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ