ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΚΑΙ 21/4/67

 

Το φάντασμα της ένοπλης πάλης

1. / 2.   

Η ένοπλη αντίσταση στη δικτατορία παραμένει το μεγάλο ταμπού του αντιδικτατορικού αγώνα και η ιστορία της παραμένει σχεδόν άγνωστη, έρμαιο των διαθέσεων μυστικών και φανερών "υπηρεσιών".

 

Τριανταέξι χρόνια πέρασαν από το πραξικόπημα του '67 και απ' ό,τι φαίνεται, αντί να μαθαίνουμε περισσότερα γι' αυτή τη σκοτεινή περίοδο της σύγχρονης πολιτικής ιστορίας της Ελλάδας, αρχίζουμε να ξεχνάμε και όσα ξέραμε. Δεν είναι μόνο οι πολιτικές σκοπιμότητες της στιγμής που συσκότισαν το πρόσφατο παρελθόν ήδη από την πρώτη μέρα της μεταπολίτευσης του 1974. Δεν είναι μόνο η αναθεωρητική τάση σημαντικής μερίδας της ιστοριογραφίας που δεν βολεύεται με τα επαναστατικά μηνύματα εκείνων των καιρών. Τώρα μας έρχονται και οι ξένες μυστικές υπηρεσίες να ξαναγράψουν την ιστορία της δικτατορίας!

Η αντίσταση της ...ΕΚΟΦ

Αφορμή είναι και πάλι αυτή η ρημάδα η 17Ν. Από το βιβλίο του αστυνομικού ρεπόρτερ Λαμπρόπουλου πληροφορούμαστε ότι οι υπηρεσίες της Βρετανίας και της Ελλάδας είχε εντοπίσει τον Γιωτόπουλο σε μια φωτογραφία από ένα συνέδριο "νέων επιστημόνων" στο εξωτερικό. Στο βιβλίο του δημοσιογράφου δημοσιεύεται η επίμαχη φωτογραφία με την ακόλουθη λεζάντα: "Μια φωτογραφία ερωτηματικό. Στελέχη της Σκότλαντ Γιαρντ και της ΕΥΠ είχαν βάσιμες ενδείξεις ότι ο νεαρός που έχουν 'σημαδέψει' σ' αυτή τη φωτογραφία ίσως ήταν ο Αλέξανδρος Γιωτόπουλος σε ένα 'Πανευρωπαϊκό Συνέδριο Νέων Επιστημόνων κι Φοιτητών' στο Παρίσι. Ομως η σύνθεση του 'συνεδρίου' δημιούργησε εξαιρετικές αμφιβολίες αν ο εικονιζόμενος ήταν ο 'αιρετικός' Γιωτόπουλος" (Βασίλη Λαμπρόπουλου "Πάτμου και Δαμάρεως γωνία", εκδ. Σύγχρονοι Ορίζοντες, σ. 26). Μέσα στο βιβλίο του ο συγγραφέας δεν αναφέρει τίποτε παραπάνω για τις "βάσιμες ενδείξεις" ούτε διευκρινίζει αυτή τη "σύνθεση" του συνεδρίου που γεννά αμφιβολίες.
Αλλά τι να πει; Το συνέδριο αυτό, όπως αποδεικνύεται από τη δεύτερη φωτογραφία που δημοσιεύουμε στην ίδια σελίδα, είναι το συνέδριο-μαϊμού που διοργάνωσε στο Παρίσι ο "Λάκης", ο διαβόητος ΕΚΟΦίτης της προδικτατορικής περιόδου, για να υποστηρίξει τη χούντα. Τοποθετημένος ήδη από το δικτατορικό καθεστώς στη νευραλγική θέση του γραφείου Τύπου της ελληνικής πρεσβείας στη γαλλική πρωτεύουσα, ο Λάκης Ιωαννίδης, μάζεψε τους παλιούς του γνώριμους από τα χρόνια της ΕΚΟΦ για να προβληθεί το έργο της χούντας και να εμφανιστεί κάποιο δήθεν δημοκρατικό κίνημα υποστήριξής της στο φοιτητικό χώρο. 
Δεν το λέμε εμείς. Το λέει ο ίδιος ο Λάκης. Μπορεί σήμερα (που έχει ξεπλυθεί από το χουντικό του παρελθόν και έχει αναδειχθεί σε στενό συνεργάτη του νυν δημάρχου Θεσσαλονίκης) να θέλει να ξεχάσει εκείνη την περίοδο, αλλά τον προδίδουν τα γραπτά του. Σε βιβλίο που εξέδωσε ο ίδιος τον καιρό της δικτατορίας ο Λάκης περιγράφει το Συνέδριο αυτό και τους προσωπικούς του στόχους. Χαρακτηριστικό απόσπασμα του βιβλίου παραθέτουμε σε διπλανές στήλες. 
Βέβαια ποτέ ο Γιωτόπουλος, ούτε κανείς αριστερός (και πολύ περισσότερο στρατευμένος στην υπόθεση της δυναμικής αντίστασης) δεν διανοήθηκε ποτέ να συμμετάσχει στην φιέστα του Λάκη. Η φωτογραφία "ερωτηματικό" είναι φωτογραφία σκάνδαλο. Γιατί αναρωτιέται κανείς: Με τέτοια "στοιχεία" κατέληξαν οι υπηρεσίες Ελλάδας και Βρετανίας στο πρόσωπο του εγκεφάλου της τρομοκρατίας; Δεν βρέθηκε ούτε ένας πράκτορας που να καταλαβαίνει τη διαφορά μεταξύ ΕΚΟΦ και ...ΕΦΕΕ; Και καλά η Σκότλαντ Γιαρντ. Αλλά και η ελληνική ΕΥΠ, της περιόδου μάλιστα του ΠΑΣΟΚ; Ψάχνουμε τον "εγκέφαλο" της τρομοκρατίας στους συνεργάτες της δικτατορίας; 

Το πραγματικό συνέδριο

Αυτή η γελοία υπόθεση εργασίας των πληροφοριοδοτών του Λαμπρόπουλου, δηλαδή η τοποθέτηση του Γιωτόπουλου μεταξύ των συνέδρων του "Λάκη", συσκοτίζει ένα άλλο, πραγματικό γεγονός, στο οποίο πράγματι συμμετείχε ο Γιωτόπουλος, μαζί με όλους τους κινητοποιημένους αριστερούς φοιτητές της Δυτικής Ευρώπης εκείνη την περίοδο.
Ενα μόλις μήνα μετά το πραξικόπημα συγκλήθηκε στο Παρίσι πανευρωπαϊκό συνέδριο των ελλήνων φοιτητών. Μας το θυμίζει ο καθηγητής Βένιος Αγγελόπουλος, ο οποίος συμμετείχε στην οργανωτική επιτροπή του συνεδρίου: "Στις 27 και 28 Μάη 1967 συγκλήθηκε στο Παρίσι το πρώτο Πανευρωπαϊκό συνέδριο ελλήνων φοιτητών. Με εκπροσώπους από τους περισσότερους συλλόγους της Ευρώπης, Δυτικής και (για πρώτη φορά) Ανατολικής. Συνέδριο που υιοθέτησε σαν πολιτική πλατφόρμα του την εισήγηση του πρόεδρου της ΕΠΕΣ, παρά την αντίθετη άποψη της κομματικής καθοδήγησης, παρά το γεγονός ότι η μεγάλη πλειοψηφία των συνέδρων ήταν κομματικά μέλη".
Πρόεδρος της ΕΠΕΣ (Ενωσις των εν Παρισίοις Ελλήνων Σπουδαστών) ήταν τότε ο Νίκος Χατζηνικολάου, καθηγητής σήμερα της Ιστορίας της Τέχνης. Στην εισήγησή του είχε κάνει σαφές ότι η χούντα θα φύγει όπως ήρθε, δηλαδή με τα όπλα. Την επαγγελία του ένοπλου αγώνα αποδέχτηκαν ομόφωνα οι σύνεδροι, ανοίγοντας το δρόμο για τη δυναμική αντίσταση που ακολούθησε.
"Έχουμε εδώ μια σημαντική ρήξη μεταξύ βάσης και ηγεσίας στην ελληνική αριστερά", παρατηρεί ο κ. Αγγελόπουλος. "Στο μήνα που μεσολάβησε από την κήρυξη της δικτατορίας τα στελέχη της κομματικής νεολαίας διαπίστωσαν ότι όχι μόνο η ηγεσία δεν είχε κάνει τίποτε για να αποτρέψει την επικράτηση της χούντας, αλλά και ότι δεν είχε και καμία αξιόπιστη πολιτική πρόταση για να τη διώξει. Και στο συνέδριο συνειδητοποίησαν ότι η διαπίστωση αυτή ήταν γενική, ότι δεν ήταν ο καθένας μόνος στη γωνιά του. Στα μάτια τους η ηγεσία του κινήματος είχε εκπέσει, είχε αποδειχτεί τουλάχιστον ανεπαρκής". 
Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι το συνέδριο αυτό έχει αποσιωπηθεί τελείως και από τα δύο κόμματα της ελληνικής κοινοβουλευτικής αριστεράς. 
Μαρτυρία και πολιτικό απολογισμό για το ξεχασμένο αυτό συνέδριο της αντίστασης ανακαλύπτουμε στο 12ο τεύχος του περιοδικό "Πορεία" της ΕΠΕΣ, το οποίο εκδόθηκε τον Οκτώβριο του 1969. Εχουν περάσει ήδη δυόμισι χρόνια από το πραξικόπημα και ο αρχικός ενθουσιασμός έχει δώσει τη θέση του σε κάποιο σκεπτικισμό:
"Τον Μάιο του 1967, ένα μήνα μετά το πραξικόπημα, πραγματοποιήθηκε στο Παρίσι, με πρωτοβουλία της ΕΠΕΣ το πρώτο συνέδριο των ελλήνων φοιτητών του εξωτερικού. (...) Το πραξικόπημα έβαζε επιτακτικά την ανάγκη καθορισμού στόχων για το φοιτητικό κίνημα σε αντιστοιχία με την κλιμάκωση των αιτημάτων και την ένταση της αντιφασιστικής πάλης. Το συνέδριο του Παρισιού, ζωντανό στον αυθορμητισμό του, μα για αντικειμενικούς λόγους απροετοίμαστο, δεν μπορούσε παρά να διακηρύξει την αντιφασιστική του αποφασιστικότητα και να λύσει πρόχειρα τα οργανωτικά προβλήματα που έμπαιναν. (...) Απ' τις πρώτες μέρες της δικτατορίας εκδηλώνεται στην Ελλάδα ζωντανή η φοιτητική παρουσία στην αντίσταση. Η αντίσταση στο χώρο των φοιτητών εκφράζεται σύντομα με αυτόνομες οργανώσεις". 

Το αντάρτικο που δεν έγινε 

Η ιστορία αυτού του συνεδρίου δεν έχει γραφεί ποτέ, όπως δεν έχει γραφεί και η πραγματική ιστορία της δυναμικής αντίστασης στη δικτατορία. Μοναδικός τρόπος προσέγγισης εκείνης της περιόδου είναι η ανάγνωση των ελάχιστων μαρτυριών που άρχισαν να εκδίδονται σχετικά πρόσφατα. Από τον Στέργιο Κατσαρό θα μάθουμε τη διαδρομή των αγωνιστών από την μαζική έκρηξη των Ιουλιανών του '65 ως την απόφαση της ατομικής εξέγερσης μετά την ταπεινωτική ήττα του πραξικοπήματος. Με τη μαρτυρία του Τάσου Δαρβέρη θα προσεγγίσουμε τον τρόπο που οδηγήθηκαν νεότεροι αγωνιστές στην επιλογή της δυναμικής αντίστασης. Κοινό χαρακτηριστικό των μαρτυριών αυτών είναι η περιγραφή της εξέγερσης ως στοιχείου ατομικής απελευθέρωσης και πολιτικής χειραφέτησης.
"Η κρυφή ελπίδα όλων μας, επηρεασμένων από το γαλλικό αλλά και το διεθνές τότε κλίμα, ήταν πως θα ξαναζούσε στην Ελλάδα ακόμα και αντάρτικο στα βουνά και στις πόλεις", γράφει ο Μιχάλης Ράπτης ("Εκτός συνόρων", εκδ. Αποψη, Αθήνα 1991, σ. 125). "Ενοπλος" αγώνας, βέβαια, δεν υπήρξε ποτέ με την έννοια μιας μαζικής αντιπαράθεσης ή ακόμα και ενός οργανωμένου αντάρτικου. Ούτε υπήρξε πραγματική διαπλοκή της αντίστασης με τους διαφωνούντες στρατιωτικούς (κυρίως του Ναυτικού) που επιχείρησαν το γνωστό αποτυχημένο κίνημα το Μάιο του 1973. Το μεγαλύτερο μέρος της αντίστασης των πρώτων χρόνων, το οφείλουμε στους ελάχιστους εκείνους ηρωικούς αγωνιστές που επέλεξαν τη δυναμική έκφραση της αντιπαράθεσης στη χούντα, ακολουθώντας το γκεβαρικό μοντέλο που ήταν τόσο επίκαιρο. Αυτό που η δικτατορία ονόμαζε "κροτίδες", δηλαδή οι μεμονωμένες βομβιστικές ενέργειες με διάφορους στόχους ήταν η μοναδική υπόμνηση ότι η δικτατορία δεν ήταν ούτε παντοδύναμη ούτε είχε κατακτήσει το σύνολο των Ελλήνων πολιτών. 
Αλλά από αυτό το σημείο μέχρι το όραμα της μαζικής ένοπλης εξέγερσης υπήρξε μεγάλη απόσταση. Στην πραγματικότητα υπήρξε μια συλλογική φαντασίωση του ένοπλου αγώνα μεταξύ των αγωνιστών της νεότερης γενιάς. Αυτή η φαντασίωση διατηρήθηκε ακόμα και μετά το 1971, όταν δημιουργήθηκε το μαζικό αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα. Οι εξεγερμένοι φοιτητές το '72 και το '73 τραγουδούσαν μόνο ένα τραγούδι, το ριζίτικο "Πότε θα κάνει ξαστεριά..." και επέμεναν στο στίχο "θα πάρω το τουφέκι μου", αν και δεν είχαν καμιά σχέση με τις δυναμικές μορφές πάλης των παλιότερων συναδέλφων τους. 
Βέβαια από το φοιτητικό κίνημα του '73 έμεινε ως πολιτικό σύνθημα το ακριβώς αντίθετο, δηλαδή η απεγνωσμένη κραυγή "είμαστε άοπλοι" του σταθμού του Πολυτεχνείου. Όμως ταυτόχρονα αυτή η κραυγή βιώθηκε ως έκφραση της ήττας και της ύφεσης στην αντίσταση που σημειώθηκε κατά την Ιωαννιδική φάση της δικτατορίας, κάτω από τη νέα σκλήρυνση του καθεστώτος.
Την επομένη της μεταπολίτευσης, οι νέοι φοιτητές ανακάλυψαν τα "αντάρτικα" για να εκφράσουν την επαναστατική τους ταυτότητα. Θεωρούσαν το κίνημά τους συνέχεια του επαναστατικού εαμικού κινήματος και λιγότερο του δημοκρατικού -και πιο πρόσφατου- κινήματος του "114". Η προσέλκυση μελών στα αριστερά κόμματα εκείνης της περιόδου σημαδευόταν από την απόλυτη θεωρητική προσήλωση στον "ένοπλο αγώνα". Τα ακριβή χαρακτηριστικά αυτού του αγώνα ποίκιλαν ανάλογα με τη στρατηγική τοποθέτηση κάθε αριστερής ομάδας ή κόμματος. 

Το μεγάλο ταμπού

Ο "ένοπλος" αυτός αγώνας έμεινε λοιπόν στα χαρτιά. Κάτω από το βάρος της ήττας του εμφυλίου, τα κόμματα της Αριστεράς δεν μπόρεσαν κατά τη διάρκεια της δικτατορίας να επεξεργαστούν μια πολιτική δράση που να συνδέει τη δυναμική αντίσταση με το μαζικό κίνημα. Το Συνέδριο του Μάη του '67 στο Παρίσι αντιμετωπίστηκε με επιφυλακτικότητα και σαμποταρίστηκε από την κομματική ηγεσία, εφόσον έφερνε μαζί του το σπέρμα της αμφισβήτησης στην επίσημη κομματική γραμμή και τη θεωρούσε υπεύθυνη για την εύκολη επικράτηση της δικτατορίας. Αλλωστε και η δημιουργία των πρώτων "επίσημων" αντιστασιακών οργανώσεων (ΠΑΜ, Ρήγας Φεραίος) υπήρξε περισσότερο αποτέλεσμα ατομικής πρωτοβουλίας ορισμένων κομματικών στελεχών, παρά απόφαση συλλογική κάποιας ηγεσίας.
Η αντιδικτατορική δυναμική αντίσταση δεν ταίριαζε στο λενινιστικό μοντέλο της "τελικής ένοπλης εξέγερσης" αλλά εμπνεόταν από το μοντέλο που περιγράφει ο Τσε στο ιστορικό άρθρο του "Να δημιουργήσουμε δύο, τρία ...πολυάριθμα Βιετνάμ" που γράφτηκε το Μάιο του 1967 και περιλαμβάνει το ψυχογράφημα του σύγχρονου επαναστάτη με σκληρούς όρους που σήμερα ξενίζουν:
"Το μίσος σαν παράγοντας της πάλης: το αδιάλλαχτο μίσος ενάντια στον εχθρό, που σπρώχνει πέρα από τα φυσικά όρια του ανθρώπου και τον κάνει μια αποτελεσματική, βίαιη, επίλεκτη και ψυχρή μηχανή για να σκοτώνει. Ετσι πρέπει να είναι οι στρατιώτες μας. Ενας λαός δίχως μίσος δεν μπορεί να θριαμβεύσει πάνω σ' ένα χτηνώδη εχθρό.
Πρέπει να σπρώξουμε τον πόλεμο ως εκεί που τον σπρώχνει ο εχθρός: στο σπίτι του και στους τόπους της ψυχαγωγίας του. Πρέπει να τον κάνουμε ολοκληρωτικά. Πρέπει να τον εμποδίσουμε να έχει και μια στιγμή ησυχίας και μια στιγμή ανάπαυλας έξω από τους στρατώνες του και μέσα σ' αυτούς. Πρέπει να τον χτυπάμε εκεί που βρίσκεται. Ωσπου ναχει την εντύπωση ότι είναι ένα κυνηγημένο ζώο, όπου κι αν περνάει. Τότε σιγά σιγά θα χάσει το ηθικό του. Θα γίνει πιο χτηνώδης ακόμη, μα θα δούμε και τα πρώτα συμπτώματα της αποθάρρυνσής του". 
("Πολιτικά κείμενα", τ. 2, μετ. Μπάμπη Λυκούδη, εκδ. Καρανάση, 12η έκδοση, Αθήνα 1982, σ. 238-9)
Όπως είναι γνωστό, ο Τσε Γκεβάρα ανακαλύφτηκε από την επίσημη Αριστερά δεκαετίες μετά το θάνατό του. Η δυναμική αντίσταση των πρώτων χρόνων πιστώνεται σε μικρές ομάδες και σε "αποκλίσεις" των μεγαλύτερων σχηματισμών. Ακόμα και αυτό που σήμερα θεωρείται ως αυτονόητη κορυφαία πράξη της αντίστασης, δηλαδή η απόπειρα δολοφονίας του Παπαδόπουλου από τον Αλέξανδρο Παναγούλη, εκείνη την εποχή αντιμετωπίστηκε με επιφυλακτικότητα από την επίσημη αριστερά. Ως και οι επαναστάτες μαρξιστές των μικρότερων οργανώσεων θεώρησαν την ενέργεια αυτή τυχοδιωκτική ή προβοκατόρικη. Ο Νικόλαος Κάλας γράφει σχετικά στον Μιχάλη Ράπτη: "Ελπίζω να κάμετε κριτική στον Ανδρέα για τις τόσο άστοχες δηλώσεις του για την απόπειρα δολοφονίας του Παπαδόπουλου. Εσυζητήσαμε το θέμα προχθές. Δυοίν θάτερον: Εάν πράγματι έγινε απόπειρα, ο Ανδρέας δεν θάπρεπε να το πει μια που απέτυχε κι εδημιουργήθηκε αμέσως η εντύπωση πως ήταν σκευωρία. Είτε ήταν ή δεν ήταν αληθινή απόπειρα έπρεπε ν' αποφύγει να φανεί ότι είναι υπέρ αναρχικών μεθόδων. Εάν η απόπειρα ήταν πλαστή, η πράξη του Ανδρέα ήταν απολύτως αδικαιολόγητος γιατί δίνει στη χούντα την απόδειξη ότι δεν είναι πλαστή. Συν τοις άλλοις φυσικά παίρνει πολλούς άλλους στο λαιμό του, ιδίως ανθρώπους του Κέντρου που γίνονται αυτομάτως ύποπτοι" (Νικόλαος Κάλας - Μιχάλης Ράπτης "Μια πολιτική αλληλογραφία, 1967-1984", εκδ. Αγρα, Αθήνα 2002, σ. 44). 

Η "επιτιθέμενη" Δεξιά

Αν η Αριστερά δυσκολευόταν να επιλέξει ή απλώς και να προσαρμοστεί στην ιδέα της ένοπλης αντίστασης, το Κέντρο και η Δεξιά δεν είχαν παρόμοια ταμπού. Ο Ανδρέας Παπανδρέου δημιουργώντας το ΠΑΚ διατύπωσε ένα ανοιχτά ριζοσπαστικό λόγο με συνεχή αναφορά στον "ένοπλο αγώνα". Το σχέδιο Στόχων του κινήματος αναφέρει: "Το ΠΑΚ αγωνίζεται και θα αγωνισθεί με όλα τα μέσα για την ανατροπή της χούντας -άσχετα από τις μεταμφιέσεις της (...) Το ΠΑΚ θα συνεχίσει τον αγώνα του, χωρίς περιορισμούς στα μέσα, χωρίς συμβιβασμούς στους στόχους (...) Ο λαός είναι και παραμένει ένοπλος -γιατί στην πράξη αυτή είναι η μόνη μακροπρόθεσμη εγγύηση του απαραβίαστου της κυριαρχίας του" ("Στόχοι του αγώνα του ΠΑΚ", Σχέδιο για συζήτηση, Νοέμβρης 1973).
Ακόμα και την περίοδο της πιο μαζικής εξάπλωσης του φοιτητικού κινήματος, δηλαδή το Μάιο του 1973, ο Ανδρέας Παπανδρέου επιμένει στην αναγκαιότητα του ένοπλου αγώνα: "Η μαζικοποίηση, το ξάπλωμα, η πολιτικοποίηση του αγώνα δεν αρκεί. Η ένοπλη μορφή του αγώνα είναι αναπόφευκτη με συμμετοχή του λαού και εκείνων των στρατευμένων παιδιών του που σέβονται τη λαϊκή τους προέλευση και πονούν την πατρίδα. Και είναι αναπόφευκτη γιατί η κατοχή της πατρίδας μας στηρίζεται στην ένοπλη βία". 
Αλλά ακόμα πιο "ακομπλεξάριστους" υποστηρικτές του ένοπλου αγώνα θα συναντήσει κανείς στους χώρους της δεξιάς και της άκρας δεξιάς. Εκεί υπάρχει εξοικείωση με τις βίαιες μορφές πολιτικής δράσης, εφόσον επί δεκαετίες ήταν απολύτως νόμιμη η μονόπλευρη βιαιότητα της δεξιάς. Ο φιλοβασιλικός Ιπποκράτης Σαβούρας που απομακρύνθηκε από τη Νέα Δημοκρατία εξαιτίας των ακραίων του αντιλήψεων και φλερτάρει σήμερα με τον Καρατζαφέρη, επαίρεται για την ένοπλη δράση του. Ακόμα και οι πιο ήπιοι και συνετοί πολιτικοί της Δεξιάς είχαν ευκολία να μιλούν για όπλα, εξοπλισμούς κινημάτων, κλπ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο επίσης φιλοβασιλικός Νικόλαος Λούρος, επίσημος μαιευτήρας των ανακτόρων, αλλά και φίλος του Κωνσταντίνου Καραμανλή, ο οποίος τον επέλεξε και για τη θέση του υπουργού Παιδείας στην κυβέρνηση "εθνικής ενότητας" της μεταπολίτευσης. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του αυλάρχη του Γκλίξμπουργκ, ο Λούρος επισκέφτηκε τον Κωνσταντίνο στη Ρώμη τον Απρίλιο του 1973 και του υπέδειξε να βρουν όπλα για να εξοπλίσουν τους εξεγερμένους φοιτητές! (Λεωνίδας Παπάγος "Σημειώσεις 1967-1977", εκδ. Ιδρυμα Γουλανδρή-Χορν, Αθήνα 1999, σ. 498-9) 
Φυσικά οι φοιτητές εκείνης της περιόδου δεν είχαν καμιά διάθεση να οπλιστούν και μάλιστα από τον ...βασιλιά, τον οποίο δικαίως θεωρούσαν εφάμιλλο του Παπαδόπουλου. Αλλά η αφελής προσπάθεια του βασιλικού μαιευτήρα είναι χαρακτηριστικό δείγμα της ευκολίας που είχαν οι κύκλοι της δεξιάς να "παίζουν" με τα όπλα, έστω και σε επίπεδο απλών σχεδιασμών επί χάρτου.
Παρόμοια ευκολία δεν διέθετε η Αριστερά, παρά μόνο τα μικρά τμήματα των εξεγερμένων νέων που δεν συνθλίβονταν από το βάρος της ήττας στον εμφύλιο και αναζητούσαν τρόπους να πάρουν στα χέρια τους την υπόθεση της ανατροπής της χούντας. Αυτή η χειραφέτηση των δυναμικών πυρήνων της Αριστεράς κατά τη διάρκεια της δικτατορίας εξακολουθεί να τρομάζει τους θεματοφύλακες της κρατικής συνέχειας. Πρόσφατη απόδειξη αυτού του τρόμου περιλαμβάνεται στο βούλευμα για την υπόθεση της 17Ν, όπου εντοπίζεται το 1973 ως γενέθλιο έτος της οργάνωσης. Διαθέτουμε δηλαδή και με τη δικαστική βούλα την επίσημη παραδοχή ότι η δυναμική αντίσταση στη χούντα θεωρείται σήμερα "τρομοκρατική δράση". Το ταμπού καλά κρατεί.


(Ελευθεροτυπία, 20/4/2003)

 

www.iospress.gr                                  ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ