Ο ΛΟΓΟΣ ΣΤΙΣ ΙΡΑΚΙΝΕΣ
Ο εφιάλτης της «απελευθέρωσης»
ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ
1. / 2.
Μαντίλες και εγκλεισμός, αλλά και απαγωγές, βιασμοί και δολοφονίες για λόγους τιμής. Οι Ιρακινές γεύονται ήδη την ελευθερία που διά στόματος Μπους τους υποσχέθηκαν πέρσι οι κατακτητές της χώρας τους
Τι συμβαίνει με τις γυναίκες στο Ιράκ; Αποσπασματικές, ασύνδετες και αντιφατικές, οι λιγοστές πληροφορίες που παρεισφρέουν στα δημοσιεύματα του διεθνούς Τύπου μοιάζουν ανήμπορες να δώσουν μια συνεκτική εικόνα για την καθημερινότητα των ιρακινών γυναικών, όπως αυτή διαμορφώθηκε την επαύριο της πολυδιαφημισμένης «απελευθέρωσης», βλέπε της αμερικανοβρετανικής κατάκτησης, της χώρας. Εκείνο που πρέπει να θεωρηθεί βέβαιο είναι πως τόσο οι κυρίαρχοι της χώρας όσο και τα ελεγχόμενα από αυτούς μέσα ενημέρωσης κάνουν ό,τι μπορούν για να συσκοτίσουν την οικτρή πραγματικότητα, αναμασώντας αοριστολογίες περί του σημαντικού ρόλου που καλούνται σήμερα να διαδραματίσουν οι γυναίκες στη δημιουργία του «δημοκρατικού μεταπολεμικού Ιράκ».
Για να το πετύχουν, προσφεύγουν συστηματικά στον λίγο πολύ «τεχνικό» λόγο των αρμόδιων για τις γυναίκες οργάνων του ΟΗΕ, και κυρίως στην υπ' αριθμόν 1325 απόφασή του, σύμφωνα με την οποία οι γυναίκες πρέπει να συμμετέχουν σε κάθε βήμα των ειρηνευτικών συνομιλιών και σε όλες τις προσπάθειες «δημοκρατικής ανασυγκρότησης» της χώρας που γνώρισε πρόσφατα τα δεινά ενός πολέμου. Βαθιά συντηρητικός αυτός ο λόγος, αναθέτει στα όντα γένους θηλυκού αρμοδιότητες που απορρέουν από την υποτιθέμενη βιολογικοκοινωνική τους ιδιαιτερότητα: αν στους άνδρες ανήκουν δικαιωματικά οι πολεμικές τέχνες, οι γυναίκες μπορούν να αναλάβουν με επιτυχία ένα μικρό μερίδιο στα έργα της ειρήνης και της εθνικής συμφιλίωσης. Η όλη συζήτηση μετατοπίζεται επομένως στην ανάγκη να συμπεριληφθούν ορισμένα από τα εξωπολιτικά αυτά όντα, τις γυναίκες, στους προσωρινούς θεσμούς που θα καθορίσουν τη μετάβαση μιας χώρας στη «νέα εποχή».
Στη λογική αυτή βασίστηκε και η «πληροφόρησή» μας για τις Ιρακινές μετά τον περσινό Απρίλη. Μάθαμε έτσι ότι η καθοδηγούμενη από τους Αμερικανούς τριακονταμελής Ομάδα Ανασυγκρότησης του Ιράκ περιέλαβε πέντε γυναίκες, ότι στην επίσης υποστηριζόμενη από τις ΗΠΑ συνάντηση των αντιπάλων του Σαντάμ Χουσεϊν στη Νασιρίγια (αρχές Απριλίου) από τους ογδόντα εκπροσώπους οι τέσσερις ήταν γυναίκες, ότι η επιτροπή των δεκατριών εμπειρογνωμόνων που ορίστηκε από το αμερικανικό υπουργείο Δικαιοσύνης για να σχεδιάσει το νέο δικαστικό σύστημα της χώρας είναι αμιγώς ανδρική, καθώς και ότι στο διορισμένο από τις κατοχικές δυνάμεις εικοσιπενταμελές Κυβερνητικό Συμβούλιο συμμετέχουν τρεις γυναίκες. Στην κολοκυθιά των ποσοστών εξαντλείται κατά κύριο λόγο και η κριτική που «περνά» στα δυτικά μέσα ενημέρωσης για τις γυναίκες και τις τύχες τους στο σημερινό Ιράκ.
Η ενοχή των κατακτητών
Σε πολύ διαφορετικό κλίμα κινούνται οι πληροφορίες που διοχετεύονται τον τελευταίο καιρό στη Δύση από ιρακινές γυναικείες ομάδες, αλλά και από αξιόπιστες διεθνείς μη κυβερνητικές οργανώσεις. Σύμφωνα με τις πληροφορίες αυτές, η κατάσταση που αντιμετωπίζουν σήμερα οι γυναίκες στο Ιράκ δεν είναι απλώς ανησυχητική. Είναι εφιαλτική. Σαν να μην έφταναν οι θάνατοι και οι καταστροφές του πολέμου, οι Ιρακινές βρίσκονται πια αντιμέτωπες και με ακραίες ισλαμιστικές απόψεις που πρεσβεύουν μαχητικά τον απόλυτο εγκλεισμό τους, αλλά και με τη ραγδαία αύξηση μιας εγκληματικότητας με έκδηλα έμφυλο χαρακτήρα: γυναίκες απάγονται καθημερινά από ενόπλους στους δρόμους της Βαγδάτης, στη συνέχεια κακοποιούνται και βιάζονται ομαδικά, κι αν καταφέρουν να επιβιώσουν και να επιστρέψουν στο σπίτι τους, κινδυνεύουν να δολοφονηθούν από τους «ατιμασμένους» άνδρες της οικογένειάς τους. Στο μεταξύ, οι κατοχικές δυνάμεις αδιαφορούν επιδεικτικά για την ανυπαρξία θεσμών υποδοχής των κακοποιημένων γυναικών και δηλώνουν άγνοια για την αύξηση των σχετικών κρουσμάτων. «Ο στρατός δεν μπορεί να ασχολείται με τη στατιστική των εγκλημάτων που διαπράττουν οι Ιρακινοί», δήλωνε προ καιρού ο συνταγματάρχης Γκάι Σιλντς, εκπρόσωπος Τύπου των συνασπισμένων αμερικανοβρετανικών δυνάμεων («Μπόστον Γκλόουμπ», 22/8).
Είναι αλήθεια ότι παραλλαγή του ίδιου έργου παρακολουθήσαμε να εκτυλίσσεται πρόσφατα σε βάρος και των γυναικών του Αφγανιστάν. Ξέρουμε πια ότι οι γυναίκες και τα δικαιώματά τους χρησιμεύουν ως πρόσχημα για το σχεδιασμό στρατηγικών που ουδόλως σχετίζονται με τη θέση των γυναικών στην εκάστοτε χώρα-στόχο. Γνωρίζουμε ακόμη ότι οι ίδιες αυτές γυναίκες που «βοήθησαν» τους εισβολείς να εξασφαλίσουν τη συναίνεση στις πολεμικές επιχειρήσεις τους λησμονούνται με τη μεγαλύτερη ευκολία την επομένη της επίσημης κατάπαυσης του πυρός.
Μόνο που το κακό παράγινε πια. Κι αν πέρσι ο Μπους δεν έπειθε παρά μόνον όσους επιθυμούσαν διακαώς να πειστούν πως ένας από τους λόγους που καθιστούσαν απαραίτητη την εισβολή στο Ιράκ ήταν η «απελευθέρωση» των γυναικών του, σήμερα κανείς δεν χρειάζεται να πείσει και κανένας δεν ενδιαφέρεται να πειστεί για το τι συμβαίνει με τις γυναίκες στο Ιράκ. Το ζήτημα θεωρείται λήξαν: καλώς ή κακώς η κατάκτηση αποτελεί πια γεγονός, το οποίο οι επίσημοι δυτικοί αναλυτές φροντίζουν απλώς να αποσυνδέσουν από την άνοδο του ισλαμικού φονταμενταλισμού στην περιοχή. Ετσι, αν οι Ιρακινές ταλαιπωρούνται, υπεύθυνοι είναι οι «δικοί» τους, όχι οι δυτικοί «σωτήρες» της χώρας τους.
Εκπληκτικό δείγμα του απίστευτου αυτού στρουθοκαμηλισμού συνιστά η περιβόητη έκθεση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για τη διακίνηση και εμπορία ανθρώπων, η ίδια που τον περασμένο Ιούνιο έθεσε σε δοκιμασία το εθνικό μας φιλότιμο. Στην έκθεση αυτή, το Ιράκ και το Αφγανιστάν συμπεριλαμβάνονται στις ελάχιστες εκείνες χώρες που οι Αμερικανοί αδυνατούν να ταξινομήσουν, «βαθμολογώντας» την προθυμία τους να συνταχθούν στον αγώνα για την καταπολέμηση του απεχθούς εμπορίου. Ειδικά για το Ιράκ, η έκθεση σημειώνει ότι οι υποχρεωτικές μετακινήσεις, οι θάνατοι των ανδρών που αφήνουν τις γυναίκες χήρες και τα παιδιά ορφανά, ο διαλυμένος κοινωνικός ιστός και η ανυπαρξία υποδομών προστασίας των πιο ευάλωτων κατηγοριών του πληθυσμού ενδέχεται να μετατρέψουν τις Ιρακινές και τα παιδιά τους σε εύκολη λεία για τα διεθνή δίκτυα σωματεμπορίας. «Οπως είδαμε να συμβαίνει αλλού», καταλήγει το εξωφρενικό απόσπασμα, «η ζήτηση της πορνείας αυξάνει εκεί όπου σταθμεύουν στρατεύματα και διεθνές προσωπικό, άτομα δηλαδή που διαθέτουν ένα κάποιο ικανοποιητικό εισόδημα». Για τους λόγους που οδήγησαν στην κατάσταση αυτή, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ μοιάζει να μην έχει την παραμικρή ιδέα - πόσο μάλλον ευθύνη.
Οι γυναίκες στο στόχαστρο
Οπως και να έχει, οι σημερινές εξελίξεις έρχονται να ολοκληρώσουν τη διαδικασία σταδιακής αναίρεσης των κατακτήσεων των ιρακινών γυναικών, η οποία ξεκίνησε την εποχή του πολέμου του Κόλπου. Γιατί σε αντίθεση με τις γυναίκες άλλων χωρών της περιοχής, οι Ιρακινές είχαν από τη δεκαετία του '20 κερδίσει το δικαίωμα στην εκπαίδευση και την εργασία. Η ισότητα των φύλων αναγνωρίστηκε συνταγματικά στο Ιράκ στα 1970 και στη δεκαετία του 1980 οι γυναίκες αντιπροσώπευαν το 40% του ενεργού πληθυσμού και κατείχαν το 20% των βουλευτικών εδρών. Με τον πόλεμο του Κόλπου και την επιβολή του εμπάργκο, η επιδείνωση των συνθηκών της ζωής στο Ιράκ οδήγησε σε αύξηση της γυναικείας ανεργίας και απομάκρυνε τα κορίτσια από την εκπαίδευση. Ακολούθησε, στα μέσα της δεκαετίας του '90, η στροφή του Σαντάμ Χουσεϊν προς το ισλάμ και η εισαγωγή σειράς μισογυνικών νομοθετημάτων: νομιμοποιήθηκε η πολυγαμία, τα σχολεία χωρίστηκαν σε αρρένων και θηλέων και στις γυναίκες κάτω των 45 ετών απαγορεύτηκε να ταξιδεύουν στο εξωτερικό χωρίς ανδρική συνοδεία. Ηδη είχε περάσει νόμος που σε μεγάλο βαθμό καταργούσε τις ποινές για τα λεγόμενα εγκλήματα τιμής, για τη δολοφονία δηλαδή των «ανήθικων» γυναικών από τους άνδρες της οικογένειάς τους.
Στο κλίμα αυτό, η μόνη γυναικεία οργάνωση που είχε την άδεια να λειτουργεί ήταν η Γενική Ενωση Γυναικών του Ιράκ, γυναικείο παράρτημα του κόμματος Μπάαθ. Η οργάνωση αυτή συμμετείχε το 2000 στην «Εκστρατεία Πίστης» του καθεστώτος, υποδεικνύοντας ονόματα και διευθύνσεις γυναικών που θεωρούνταν ύποπτες πορνείας. Στο τέλος αυτής της καμπάνιας, αποκεφαλίστηκαν ως πόρνες περισσότερες από διακόσιες γυναίκες και κρεμάστηκαν γυμνές έξω από τις πόρτες των σπιτιών τους.
Οι τραγικές αυτές εξελίξεις θα παρέμεναν περίπου απαρατήρητες, αν δεν υπήρχαν κάποιες Ιρακινές, οι οποίες, από τις χώρες του εξωτερικού όπου είχαν καταφύγει, στρατεύτηκαν στην προσπάθεια ευαισθητοποίησης της διεθνούς κοινής γνώμης σχετικά με τις τύχες των γυναικών κάτω από το σανταμικό καθεστώς. Ανάμεσά τους, οι γυναίκες που ίδρυσαν την οργάνωση Υπεράσπιση των Δικαιωμάτων των Ιρακινών Γυναικών αγωνίστηκαν σκληρά για την άρση των οικονομικών κυρώσεων κατά της χώρας τους αλλά και την ανατροπή της σανταμικής δικτατορίας.
Γυναίκες που αντιστέκονται
Σήμερα, το βάρος έχει πέσει σε δύο συνεργαζόμενες γυναικείες οργανώσεις, μία στο εσωτερικό της χώρας και η άλλη στο εξωτερικό. Πρόκειται για την Οργάνωση για την Ελευθερία των Γυναικών στο Ιράκ και το Συνασπισμό για τα Δικαιώματα των Ιρακινών Γυναικών. Τη Χουζάν Μαχμούντ, εκπρόσωπο της δεύτερης αυτής οργάνωσης και εκδότρια του αγγλόφωνου δεκαπενθήμερου περιοδικού «Ισα δικαιώματα, τώρα!», συναντήσαμε προ ημερών στην Αθήνα, όπου ήρθε προσκαλεσμένη στο Φεστιβάλ της Νεολαίας Συνασπισμού. Της ζητήσαμε να μας δώσει μια εικόνα για το τι ακριβώς συμβαίνει αυτή τη στιγμή με τις γυναίκες στο Ιράκ.
«Μετά την κατάρρευση του σανταμικού καθεστώτος, η κατάσταση των γυναικών επιδεινώθηκε», μας απάντησε. «Μετά την 9η Απριλίου, η βία κατά των γυναικών γνώρισε τεράστια αύξηση, κυρίως από τις ισλαμικές ομάδες που γύρισαν στη χώρα από το Ιράν και αλλού, ενισχυμένες με όπλα και χρήματα από το Ιράν και τη Σαουδική Αραβία. Οι γυναίκες πρέπει πια να φορέσουν μαντίλα για να πάνε στη δουλειά ή στο πανεπιστήμιο. Για να βγουν πρέπει να συνοδεύονται από κάποιον άνδρα, αλλιώς κινδυνεύουν να πέσουν θύμα απαγωγής ή βιασμού».
Το κλίμα αυτό επικρατεί σε ολόκληρη τη χώρα;
«Κυρίως στη Βαγδάτη και στο Νότο. Δεν υπάρχει ασφάλεια, και είναι προφανές ότι οι κατοχικές δυνάμεις δεν βρίσκονται εκεί για να προστατέψουν τις γυναίκες αλλά τα αμερικανικά συμφέροντα. Από την αρχή του πολέμου ως σήμερα, οι περισσότερες γυναίκες έχασαν τη δουλειά τους. Παρόλο που το καθεστώς του Σαντάμ υπήρξε εξαιρετικά καταπιεστικό, σήμερα τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα για τις γυναίκες. Το πολιτικό Ισλάμ έχει ενισχυθεί μετά την αμερικανική επίθεση και οι γυναίκες και τα δικαιώματά τους είναι τα πρώτα θύματά του».
Και με ποιους τρόπους προσπαθούν να αμυνθούν οι γυναίκες;
«Τον Ιούνιο του 2003 ιδρύθηκε η Οργάνωση για την Ελευθερία των Γυναικών που αγωνίζεται για την κατάργηση κάθε μορφής βίας κατά των γυναικών, ενώ στο εξωτερικό δουλεύουμε μέσα από το Συνασπισμό για τα Δικαιώματα των Γυναικών στο Ιράκ, προσπαθώντας να δημιουργήσουμε ένα διεθνές δίκτυο αλληλεγγύης. Και οι δύο οργανώσεις συνεργαζόμαστε με το Εργατικό Κομμουνιστικό Κόμμα του Ιράκ και τη μαζική Ενωση των Ανέργων. Υποστηρίζουμε την κατάργηση της σαρία και το χωρισμό του κράτους από τη θρησκεία και απαιτούμε ένα σύνταγμα που θα αντιμετωπίζει τους πολίτες ισότιμα, ανεξάρτητα από το φύλο, την εθνότητα ή τη θρησκεία τους. Σήμερα, το λεγόμενο Κυβερνητικό Συμβούλιο που επέβαλαν στη χώρα οι κατοχικές δυνάμεις αποτελείται από εθνικιστές και ισλαμιστές, άτομα ιδιαίτερα εχθρικά προς τις γυναίκες και τα δικαιώματά τους. Θα σας αναφέρω ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: Μια από τις πρώτες τους αποφάσεις ήταν να καταργήσουν την Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας, την 8 του Μάρτη, και να την αντικαταστήσουν με την 18η Αυγούστου, ημέρα γέννησης της Φατίμα, κόρης του Μωάμεθ».
Νέοι Ταλιμπάν
Πιστεύοντας ότι ο καλύτερος τρόπος για να αντιληφθούμε τη σημερινή πραγματικότητα των γυναικών του Ιράκ είναι να δώσουμε το λόγο στις ίδιες, επικοινωνήσαμε και με τη Νάντια Μαχμούντ προκειμένου να ζητήσουμε και τη δική της γνώμη. Η Νάντια Μαχμούντ γεννήθηκε το 1964 στη Βασόρα, σπούδασε νομικά στη Βαγδάτη και το 1991 συμμετείχε στην έκδοση μιας χειρόγραφης εφημερίδας στη Νασιρίγια με θέμα τα ανθρώπινα δικαιώματα. Την επόμενη χρονιά, ύστερα από τη σύλληψη μελών της ομάδας της, κατέφυγε στο ιρακινό Κουρδιστάν όπου δραστηριοποιήθηκε στην Ανεξάρτητη Οργάνωση Γυναικών. Το 1997 πέρασε στην Τουρκία και το 1998 ζήτησε άσυλο στην Αγγλία. Από τότε αφιερώθηκε στην υπόθεση των γυναικών της χώρας της: συμμετείχε στην ίδρυση του Μεσανατολικού Κέντρου για τα Δικαιώματα των Γυναικών (1998), του Συνασπισμού για τα Δικαιώματα των Γυναικών στο Ιράκ (Μάρτιος 2003) και της Οργάνωσης για την Ελευθερία των Γυναικών (Ιούνιος 2003). Το 2000 υπήρξε η ψυχή μιας καμπάνιας για να σταματήσει ο αποκεφαλισμός γυναικών κατηγορούμενων για πορνεία. Είναι μέλος της ηγεσίας του Εργατικού Κομμουνιστικού Κόμματος του Ιράκ. Στο βιογραφικό της δεν παραλείπει να σημειώσει ότι είναι ανύπαντρη μητέρα ενός δωδεκάχρονου αγοριού.
«Οι δολοφονίες γυναικών είναι πια καθημερινό φαινόμενο στο Ιράκ», υποστηρίζει η συνομιλήτριά μας. «Σε μια χώρα όπου δεν υπάρχει δικαστικό σύστημα και ασφάλεια, οι γυναίκες που βιάζονται από Ιρακινούς ή αμερικανούς στρατιώτες δολοφονούνται στη συνέχεια από την οικογένειά τους για λόγους τιμής. Ο βιασμός αποτελεί πια κανόνα. Και οι γυναίκες δεν μπορούν να καταγγείλουν το βιασμό τους γιατί φοβούνται τις συνέπειες. Ισλαμικά δικαστήρια έπιασαν ήδη δουλειά στη Νατζάφ. Ετσι, άνδρες που σκότωσαν κάποια συγγενή τους με το πρόσχημα ότι ήταν πόρνη επιβραβεύτηκαν ήδη από τα δικαστήρια αυτά. Οι γυναίκες απομακρύνονται από τη δουλειά τους και αποκλείονται από ορισμένα επαγγέλματα, για παράδειγμα το δικαστικό, κατά απαίτηση των μουλάδων. Στα τζαμιά ακούγονται ήδη ακραίες φωνές κατά των γυναικών. Η αμερικανική διοίκηση έφερε στην εξουσία τους ισλαμιστές. Επαναλαμβάνεται το σενάριο των Ταλιμπάν».
Και ποια είναι η θέση της ίδιας και της οργάνωσής της για τις γυναίκες που συμμετέχουν στο Κυβερνητικό Συμβούλιο της χώρας;
«Στο όργανο αυτό οι Αμερικανοί τοποθέτησαν άτομα που εκπροσωπούν τις πιο αντιδραστικές πολιτικές δυνάμεις του τόπου. Αλλά ακόμη και οι γυναίκες που βρέθηκαν εκεί για διακοσμητικούς λόγους μαθαίνουμε ότι διαμαρτυρήθηκαν για την άνιση μεταχείρισή τους από τους άνδρες συναδέλφους τους. Αρνούνται να τους σφίξουν το χέρι, όπως κάνουν οι άνδρες μεταξύ τους, και παριστάνουν ότι δεν τις βλέπουν. Σαν να είναι αόρατες. Μία μάλιστα από αυτές υποχρεώθηκε να φορέσει μαντίλα από τη στιγμή που διορίστηκε μέλος του συμβουλίου».
Στο κλίμα αυτό, πώς σχολιάζει τη δολοφονία της Ακίλα Αλ-Χασίμι, μίας από τις γυναίκες του Κυβερνητικού Συμβουλίου;
«Η δολοφονία της Ακίλα Αλ-Χασίμι δεν είναι απλώς μια τρομοκρατική ενέργεια, αλλά μια ένδειξη ότι ο πόλεμος δεν έχει ακόμη τελειώσει στο Ιράκ. Καθημερινά μαθαίνουμε για βομβιστικές ενέργειες, εκρήξεις, απαγωγές, δολοφονίες, σαμποτάζ. Η Ακίλα Αλ-Χασίμι υπήρξε υψηλόβαθμο στέλεχος του μπααθικού καθεστώτος, αλλά φρόντισε να αλλάξει εγκαίρως στρατόπεδο με αποτέλεσμα να συμπεριληφθεί στο υποστηριζόμενο από τις κατοχικές δυνάμεις Κυβερνητικό Συμβούλιο. Σήμερα, υπάρχουν ακόμη υποστηρικτές του μπααθικού καθεστώτος που αντιτίθενται στην κατοχή και ονειρεύονται την επιστροφή τους στην εξουσία. Το ίδιο επιδιώκουν και κάποιες ισλαμικές ομάδες. Η Ακίλα Αλ-Χασίμι έχασε τη ζωή της μέσα στη δίνη στην οποία έχουν ρίξει τη χώρα όλες αυτές οι βάρβαρες πολιτικές δυνάμεις. Εννοείται πως καταδικάζουμε τη δολοφονία της, όπως θα το κάναμε για κάθε αφαίρεση ανθρώπινης ζωής στο Ιράκ».
Στις αρχές Οκτωβρίου, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, και συγκεκριμένα η Επιτροπή Γυναικών, προγραμμάτισε μια ειδική συζήτηση για τις γυναίκες στο Ιράκ και το ρόλο τους στην ανασυγκρότηση της χώρας. Σύμφωνα με τη σχετική ανακοίνωση, στη συνάντηση επρόκειτο να συμμετάσχουν «Ιρακινές και εμπειρογνώμονες σε θέματα ανοικοδόμησης, συμφιλίωσης και ειρηνικής συμβίωσης». Κληθήκατε να συμμετάσχετε στη συζήτηση αυτή;
«Ομολογώ ότι αντιμετωπίζω με ιδιαίτερη δυσπιστία όλη αυτή τη συζήτηση για τη συμμετοχή των γυναικών στα έργα της ανασυγκρότησης. Προτού μιλήσουμε για τη συνεισφορά των γυναικών, καλό θα ήταν να εξασφαλίσουμε προηγουμένως την ασφάλειά τους. Σήμερα, οι γυναίκες στο Ιράκ δεν μπορούν να περπατήσουν με άνεση στο δρόμο, πώς μπορούμε να τις κάνουμε να συμμετάσχουν στην ανασυγκρότηση; Οι γυναίκες στο Ιράκ δεν έχουν σήμερα φωνή, έχασαν ακόμη και τις ελάχιστες ελευθερίες τους, δεν έχουν τη δυνατότητα της επιλογής. Στις συνθήκες αυτές, πώς θα μπορούσαν να επιλέξουν αν θέλουν ή όχι να συμμετάσχουν στην ανάπλαση ολόκληρης της κοινωνίας; Πρώτα χρειάζεται να απομακρύνουμε τα εμπόδια που ορθώνονται μπροστά στις γυναίκες. Τα υπόλοιπα ακολουθούν.
Οπως και να έχει, δεν γνωρίζω για τη συνάντηση που μου αναφέρετε. Αν μας καλούσαν, δεν θα αρνούμασταν τη συμμετοχή μας. Η θέση μας είναι να χρησιμοποιούμε κάθε ευκαιρία ώστε να ακουστεί η φωνή των γυναικών του Ιράκ».
(Ελευθεροτυπία, 12/10/2003)
www.iospress.gr ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ |