Η ΕΥΡΩΠΗ ΣΤΑ ΧΝΑΡΙΑ ΤΩΝ ΗΠΑ

 

Πατέντες λογισμικού; Οχι, ευχαριστώ!



ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ

 

1. / 2.   



Μία από τις πρώτες σοβαρές ευρωπαϊκές υποθέσεις που θα κληθεί να αντιμετωπίσει το Κοινοβούλιο των «25» που εκλέχτηκε την περασμένη Κυριακή είναι το μέλλον των λεγόμενων «πατεντών λογισμικού» (software patents ή e-patents). Για την ακρίβεια, μέσα στον Ιούλιο θα αποφανθεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και θα παραπέμψει την απόφασή της προς έγκριση στο νεοεκλεγέν Ευρωκοινοβούλιο.

 

Η υπόθεση δεν είναι τόσο «ειδική» όσο φαίνεται. Από την τύχη των πατεντών λογισμικού εξαρτάται και η δυνατότητα των προγραμματιστών να σχεδιάζουν νέα προγράμματα. Πρόκειται με δυο λόγια για ένα ζήτημα ελευθερίας δημιουργίας και έκφρασης στον πιο ευαίσθητο επιστημονικό χώρο: την παραγωγή προγραμμάτων για ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Αλλά και ο απλός χρήστης προγραμμάτων (δηλαδή όλοι μας, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο) θα επηρεαστεί από την τύχη αυτής της σοβαρότατης υπόθεσης.

Κατ' αρχήν πρέπει να κάνουμε τη διάκριση μεταξύ διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας (πατεντών) και πνευματικών δικαιωμάτων (copyright). Οι πατέντες λογισμικού δεν καλύπτουν ολόκληρα προγράμματα. Καλύπτουν αλγόριθμους και τεχνικές, δηλαδή αποσπασματικές οδηγίες προς έναν υπολογιστή πώς να εκτελέσει κάποια συγκεκριμένη ενέργεια στο πλαίσιο ενός προγράμματος. Για κάθε παρόμοιο πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή μπορεί να γίνεται χρήση χιλιάδων παρόμοιων τεχνικών οδηγιών.

Ο συνδυασμός αυτών των αλγόριθμων και των τεχνικών είναι μοναδικός για κάθε πρόγραμμα και αυτός είναι που καλύπτεται (όπως κάθε άλλο πνευματικό δημιούργημα, ένα βιβλίο ή ένα τραγούδι) από τους νόμους προστασίας πνευματικών δικαιωμάτων (copyright). Οι ίδιοι όμως αυτοί οι αλγόριθμοι και οι τεχνικές επιδέχονται σε ορισμένες χώρες (ΗΠΑ, Ιαπωνία) το πατεντάρισμά τους, δηλαδή την αποκλειστική αξιοποίησή τους από εκείνον που πρώτος τις κατέθεσε στο αρμόδιο Γραφείο Ευρεσιτεχνιών.

Οι πρώτες πατέντες λογισμικού

Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970 το Γραφείο Πατεντών και Εμπορικών Σημάτων στις ΗΠΑ δεν παραχωρούσε πατέντες για εφευρέσεις που σχετίζονταν με υπολογισμούς ηλεκτρονικών προγραμμάτων. Το σκεπτικό του Γραφείου ήταν ότι οι πατέντες παραχωρούνται μόνο για διεργασίες, μηχανές, βιομηχανικά είδη και υλικά αντικείμενα. Αντίθετα, δεν παραχωρούνται πατέντες για επιστημονικές αλήθειες ή μαθηματικές διατυπώσεις αυτών των εκφράσεων.

Η αντίληψη αυτή άρχισε να αλλάζει ύστερα από σχετικές αποφάσεις του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ, το οποίο από το 1975 άρχισε να εκδίδει αποφάσεις που δικαίωναν εταιρείες που ζητούσαν κατοχύρωση διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας λογισμικού.

Από την περίοδο της προεδρίας του Μπιλ Κλίντον η κατοχύρωση πατεντών λογισμικού γενικεύτηκε, παρά το γεγονός ότι το Κογκρέσο ποτέ δεν νομιμοποίησε με ρητό τρόπο τη χορήγησή τους. Ο Κλίντον τοποθέτησε στην προεδρία του Γραφείου Πατεντών τον Μπρους Λέμαν, ο οποίος υπήρξε επικεφαλής του λόμπι της βιομηχανίας παραγωγής λογισμικού.

Οι πατέντες γενικά είναι το δικαίωμα κάποιου προσώπου ή εταιρείας να μονοπωλεί μια εφεύρεση. Ο επίδοξος εφευρέτης προσδιορίζει το αντικείμενο της εφεύρεσής του και τις λειτουργίες του. Στη συνέχεια υποβάλλει την πρότασή του, επιδιώκοντας να αποκλείσει άλλους από τη χρήση της ίδιας ιδέας. Το αρμόδιο κρατικό όργανο ελέγχει την πρόταση ως προς την πρωτοτυπία και την εφαρμοσιμότητά της και στη συνέχεια παρέχει έναντι κάποιου τιμήματος αποκλειστικά δικαιώματα εκμετάλλευσης της εφεύρεσης στον καταθέτη για περίοδο 20 ετών.

Η θέσπιση αυτού του δικαιώματος έπαιξε σημαντικό ρόλο κατά τη βιομηχανική εποχή, διότι εξασφάλιζε στις εταιρείες την απόσβεση των επενδύσεων στην έρευνα.

Ομως τα πράγματα δεν είναι ίδια όταν αναφερόμαστε στις ευρεσιτεχνίες λογισμικού. Οταν ένας προγραμματιστής συντάσσει κάποιο νέο πρόγραμμα είναι υποχρεωμένος να συνθέσει κάνοντας χρήση εκατοντάδων ή χιλιάδων αλγόριθμων (δηλαδή κανόνων υπολογισμού) και να καταλήξει στο πρωτότυπο έργο-πρόγραμμα, το οποίο μπορεί να θεωρήσει δικό του και να διατηρεί πάνω σ' αυτό πνευματικά δικαιώματα. Οταν έχουν πατενταριστεί πολλοί απ' αυτούς τους αλγόριθμους καθίσταται αδύνατο για τον προγραμματιστή να γράψει ένα νέο πρόγραμμα χωρίς να παραβιάσει πατέντες. Μ' άλλα λόγια, οι πατέντες λογισμικού στερούν τους προγραμματιστές από το δικαίωμα να δημιουργούν ελεύθερα, εφόσον ανά πάσα στιγμή κινδυνεύουν να πέσουν θύματα εκβιασμού από εκείνους που κατέχουν τα μεγάλα πακέτα πατεντών.

Περιττό να προσθέσουμε ότι αυτοί που κατέχουν τη συντριπτική πλειονότητα των πατεντών είναι οι πολύ μεγάλες εταιρείες λογισμικού, οι ίδιες που καταπολεμούν κάθε ιδέα ελεύθερου λογισμικού και αντιμετωπίζουν ως «πειρατεία» ακόμα και τη χρήση ενός προγράμματος από τον ίδιο καταναλωτή σε δύο υπολογιστές.

Μια από τις πιο πρόσφατες «πατέντες» που κατοχύρωσε η Microsoft στις ΗΠΑ είναι το γνωστό «διπλό κλικ» στο ποντίκι του υπολογιστή. Ολα τα προγράμματα ιδιωτών ή άλλων εταιρειών που κάνουν χρήση αυτής της κίνησης οφείλουν να λογαριαστούν με τη μεγάλη εταιρεία, αν κάνουν χρήση της ίδιας κίνησης.

Γιατί όχι στις πατέντες

Οι πρώτοι που αντιδρούν είναι οι ίδιοι οι προγραμματιστές. «Οι πατέντες στο λογισμικό είναι για τους προγραμματιστές σαν τις νάρκες. Λαμβάνοντας υπόψη τον μεγάλο αριθμό ιδεών που πρέπει να συνδυαστούν σε ένα σύγχρονο πρόγραμμα, ο κίνδυνος γίνεται πολύ μεγάλος», παρατηρεί ο Ρίτσαρντ Στάλμαν, πρόεδρος του FSF (Free Software Foundation, Ιδρυμα Ελεύθερου Λογισμικού). Από την άλλη πλευρά, είναι οι ειδικευμένοι δικηγόροι και τα τμήματα προστασίας πνευματικής ιδιοκτησίας των μεγάλων εταιρειών που πρωτοστατούν στην προσπάθεια να επιβληθούν οι πατέντες.

Πρωτοπόροι στη διεθνή εκστρατεία για να μην επιτραπούν οι πατέντες είναι βέβαια οι υποστηρικτές του ελεύθερου λογισμικού. Αλλά δεν είναι μόνοι τους. Υπάρχουν βάσιμα και τεκμηριωμένα επιχειρήματα υπέρ της άποψής τους, ακόμα και με τα δεδομένα της σημερινής αποπνικτικής αγοράς:

-Το λογισμικό προστατεύεται ήδη από το copyright. Οι πατέντες δεν είναι, λοιπόν, απαραίτητες.

-Οι πατέντες αποτελούν τροχοπέδη στην οικονομική ανάπτυξη των επιχειρήσεων. Περιττό να προσθέσουμε ότι η υιοθέτηση των πατεντών θα πλήξει την ευρωπαϊκή οικονομία, εφόσον οι περισσότερες βρίσκεται ήδη στα χέρια αμερικανικών εταιρειών.

-Οι πατέντες εμποδίζουν την ανάπτυξη ανταγωνισμού, με αποτέλεσμα να δίνονται λιγότερες επιλογές στον καταναλωτή και να ανεβαίνει η τελική τιμή του προϊόντος.

-Οι πατέντες δημιουργούν νομική αβεβαιότητα σε όποιον ασχολείται με το λογισμικό, μιας και αυτός δεν μπορεί να γνωρίζει αν το λογισμικό του παραβιάζει τις πατέντες κάποιων άλλων, ώσπου η εταιρεία λογισμικού ή ο απλός χρήστης να εκβιαστεί, να μηνυθεί και να διωχθεί.

-Το ελεύθερο λογισμικό (λογισμικό ανοιχτού κώδικα) θα γίνει παράνομο.

Η πρόβλεψη των φορέων ανοιχτού λογισμικού είναι ότι η Microsoft θα τους υποβάλλει αλλεπάλληλες αγωγές, έως ότου οι μεγαλύτερες εταιρείες ανοιχτού λογισμικού υποχρεωθούν να κλείσουν ή να συμπράξουν με τις μονοπωλιακές εταιρείες.

-Ακόμα και να θέλουν, οι προγραμματιστές ανοιχτού λογισμικού δεν μπορούν να κατοχυρώσουν πατέντες.

Αφενός η τιμή της κατοχύρωσης είναι απαγορευτική, αφετέρου δεν είναι αυτοί σε θέση να μετρήσουν τους χρήστες του λογισμικού τους, πράγμα που αποτελεί προϋπόθεση για όσους κατέχουν πατέντες.

Οι πατέντες στην Ευρώπη

Η Ευρώπη διαθέτει από το 1973 κανόνες που καθορίζουν τι επιδέχεται πατεντάρισμα και τι όχι. Το άρθρο 52 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Πατεντών προβλέπει ότι οι μαθηματικές μέθοδοι, οι επιχειρηματικές μέθοδοι, τα προγράμματα ηλεκτρονικών υπολογιστών κ.λπ. δεν είναι εφευρέσεις υπό την έννοια του νόμου για τις πατέντες.

Ο λόγος που συμβαίνει αυτό είναι απλός: τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας, οι πατέντες, καλύπτουν συγκεκριμένες εφαρμογές της φυσικής επιστήμης (τεχνικές εφευρέσεις), ενώ οι πατέντες λογισμικού καλύπτουν αφηρημένες ιδέες. Οταν εφαρμόζουμε τις πατέντες στο λογισμικό το αποτέλεσμα είναι αντί να πατεντάρουμε μια συγκεκριμένη «ποντικοπαγίδα», πατεντάρουμε κάθε «μέσο παγίδευσης θηλαστικών».

Το 1986 το Ευρωπαϊκό Γραφείο Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας (European Patent Office, ΕΡΟ), παραβιάζοντας το άρθρο 52 της Συνθήκης άρχισε να χορηγεί πατέντες για προγράμματα υπολογιστών.

Δεδομένων των βλαβερών αποτελεσμάτων αυτής της πρακτικής, καθώς και του γεγονότος ότι είναι αντίθετη στο νόμο, θα περίμενε κάποιος πως θα έπρεπε να ασκηθούν πιέσεις στο ΕΡΟ ώστε να επιστρέψει στο σωστό δρόμο. Αντ' αυτού, ο πυρήνας του ΕΡΟ, κυρίως δικηγόροι πατεντών από κυβερνήσεις (Administrative Council) και μεγάλες εταιρείες (Standing Advisory Committee), και οι συνάδελφοί τους από την Κομισιόν (Διεύθυνση Εσωτερικής Αγοράς, τότε υπό τον Mario Monti), αποφάσισαν το 1997 ότι ο νόμος πρέπει να ξαναγραφτεί για να συμφωνεί με την πρακτική του ΕΡΟ.

Σήμερα το πλήθος των κατοχυρωμένων τέτοιων πατεντών εκτιμάται σε περισσότερες από 30 χιλιάδες, που αυξάνουν με ρυθμό 3 χιλιάδες το χρόνο. Οι περισσότερες από αυτές τις πατέντες είναι τετριμμένες και παρόμοιες με αυτές που χορηγούνται στις ΗΠΑ και την Ιαπωνία. Δημιουργήθηκε, μάλιστα, μια άτυπη «τριμερής τυποποίηση» (ΗΠΑ, Ιαπωνία, Ε.Ε.) για την παραχώρησή τους.

Το 2000 οι ιθύνοντες του ΕΡΟ προσπάθησαν να διαγράψουν τις εξαιρέσεις του άρθρου 52 της Συνθήκης, αλλά προσέκρουσαν στην αντίδραση προγραμματιστών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων λογισμικού.

Το 2002 η Διεύθυνση Εσωτερικής Αγοράς της Κομισιόν (υπό τον διάδοχο του Monti, Frits Bolkestein) υπέβαλε την πρόταση 2002/0047 για την Οδηγία «σχετικά με τη δυνατότητα κατοχύρωσης με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας των εφευρέσεων που εφαρμόζονται σε υπολογιστή».

Η Οδηγία υποτίθεται ότι θα εναρμόνιζε τις σχετικές εθνικές νομοθεσίες και θα διευκρίνιζε τους όρους κατοχύρωσης ώστε να αποφευχθεί δήθεν η υπερβολή του ΕΡΟ. Διαβάζοντας όμως τις παραπλανητικές διατυπώσεις προσεκτικά, διαπιστώνεται ότι η πρόταση στην πραγματικότητα εξασφαλίζει την κατοχύρωση πατεντών για προγράμματα υπολογιστών.

Ακτιβιστές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις απ' όλη την Ευρώπη, υπό το συντονισμό του FFII (Foundation for a Free Information Infrast-ructure), μη κερδοσκοπικού ιδρύματος που εδρεύει στη Γερμανία, με ενημέρωση του τύπου, συλλογή υπογραφών, επισκέψεις σε ευρωβουλευτές και διαδηλώσεις, κατάφεραν να τονίσουν τη σοβαρότητα του ζητήματος και οι ευρωβουλευτές να προσέλθουν στο Κοινοβούλιο ενημερωμένοι. Στις 24 Σεπτεμβρίου 2003, ύστερα από μια σύνοδο μιάμισης ώρας εν μέσω διαφόρων άλλων θεμάτων, το Κοινοβούλιο υιοθέτησε πολλές από τις τροπολογίες που υποστήριζε το FFII, με αποτέλεσμα η διορθωμένη πρόταση να διευκρινίζει ρητά ότι η προγραμματιστική λογική και οι μέθοδοι εργασίας δεν είναι δυνατό να δεσμεύονται από πατέντες.

Σύμφωνα με τις διαδικασίες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, η τροποποιημένη από το Κοινοβούλιο πρόταση εξετάστηκε στη συνέχεια από το Συμβούλιο Υπουργών. Το θέμα ανατέθηκε στην «Ομάδα Εργασίας για την Πνευματική Ιδιοκτησία». Η ομάδα αυτή αποτελείται από τα ίδια μέλη που αποτελείται το Συμβούλιο Διαχείρισης του ΕΡΟ. Μετά από μήνες μυστικών διαβουλεύσεων, η «Ομάδα Εργασίας» κατέληξε σε ένα κείμενο «συμβιβασμού», το οποίο αναιρούσε τις διορθώσεις του Κοινοβουλίου και πίεζε ευθέως για πατέντες λογισμικού, διαδικασιών και δομών δεδομένων.

Η Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου μέχρι την τελευταία στιγμή αρνιόταν να δώσει τις πρόσφατες εκδόσεις του κειμένου στο FFII «λόγω της ευαίσθητης φύσης των διαπραγματεύσεων και της απουσίας αντίστοιχου δημόσιου συμφέροντος».

Στις 18 Μαΐου 2004 το Συμβούλιο έκανε μερικές επουσιώδεις διορθώσεις και ενέκρινε το κείμενο με οριακή πλειοψηφία. Στη συνάντηση αυτή η Ολλανδία στήριξε το κείμενο παρ' όλο που ανέφερε ρητά ότι μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα.

Η Γερμανία, που είχε υποσχεθεί πως θα το καταψήφιζε, ισχυρίστηκε ότι ικανοποιήθηκε από μια επουσιώδη τροποποίηση. Ο Frits Bolkestein εισήγαγε στο άρθρο 4 μια διόρθωση που ισχυρίστηκε ότι ξεκάθαρα απέκλειε τις πατέντες λογισμικού, «ξεχνώντας» να επισημάνει ότι το άρθρο 5 σαφώς εξασφάλιζε το αντίθετο (και στη συνέντευξη τύπου που ακολούθησε δεν μπορούσε να βρει παράδειγμα λογισμικού που η πρόταση να εξαιρεί).

Η σύσκεψη ήταν επίσης αξιοσημείωτη για τον τρόπο με τον οποίο η ιρλανδική προεδρία πίεσε τη Δανία για να αποσπάσει τις ψήφους της, με τις οποίες εξασφάλισε την οριακή πλειοψηφία.

Κατόπιν μικροδιορθώσεων και μεταφράσεων, η νέα έκδοση της πρότασης αναμένεται να υιοθετηθεί επισήμως χωρίς περαιτέρω συζήτηση από το Συμβούλιο τον Ιούλιο του 2004. Στη συνέχεια θα επιστρέψει στην Ευρωβουλή, που μπορεί να την αποδεχθεί ως έχει ή να την απορρίψει, ή να επιμείνει στις αρχικές του διορθώσεις, πράγμα που θα δημιουργήσει νέο κύκλο εξέτασης από επιτροπές.

Μένει να δούμε αν το νέο Ευρωκοινοβούλιο θα συμβιβαστεί με την παραπειστική πρόταση του Συμβουλίου ή θα επιμείνει στις αρχές της Ευρωπαϊκής Σύμβασης. Θα είναι ένα από τα πρώτα κρας-τεστ και των δικών μας νέων 24 ευρωβουλευτών.
 

(Ελευθεροτυπία, 20/6/2004)

 

www.iospress.gr                                                                                    ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ