Η ΕΠΙΒΟΛΗ ΤΩΝ ΜΕΤΑΛΛΑΓΜΕΝΩΝ ΤΡΟΦΙΜΩΝ
Φάκελος "MONSANTO"
Το κόστος του "μεγάλου πειράματος"
Το 1998 ήταν ασφαλώς η χρονιά του άλματος για τις εταιρείες παραγωγής και εμπορίας Γενετικά Τροποποιημένων Οργανισμών (ΓΤΟ) στον τομέα της γεωργίας. Παρά τις αντιδράσεις των περιβαλλοντιστών και παρά τις επιφυλάξεις ορισμένων κυβερνήσεων, σιγά-σιγά η γενετική μηχανική αρχίζει να εκτοπίζει τους σκεπτικιστές. Βρισκόμαστε μπροστά σε ένα φαινόμενο παρόμοιο με εκείνο που είχε παρατηρηθεί τη δεκαετία του '60, όταν εκείνοι που δυσπιστούσαν στη θεοποίηση της πυρηνικής ενέργειας υποχρεώνονταν να σωπάσουν μπροστά στον ενθουσιασμό και την ισχύ εκείνων που επένδυσαν στον νέο τομέα.
Ο πρώτος ρόλος σ' αυτή την εκστρατεία επιβολής των ΓΤΟ ανήκει ασφαλώς στην αμερικανική Monsanto, η οποία εύστοχα χαρακτηρίστηκε ως η "Microsoft" της βιοτεχνολογίας στη γεωργία (The New York Times Magazine, 28/10/98). Μετά την καθιέρωσή της στις ΗΠΑ, με μια καταιγιστική διαφημιστική καμπάνια, κόστους 1,6 εκατ. δολαρίων, η εταιρεία επιχείρησε το 1998 να κάμψει όλες τις αντιδράσεις στην Ευρώπη, και να πείσει ότι η γενετική μηχανική -και κατ' επέκταση οι εφαρμογές της στη γεωργία- είναι η λύση στα προβλήματα υποσιτισμού της ανθρωπότητας.
Ποια είναι όμως αυτή η Monsanto; Πρόκειται για την τρίτη σε μέγεθος χημική βιομηχανία των ΗΠΑ. Το 1995 δήλωσε καθαρά έσοδα 739 εκατ. δολάρια και απ' αυτά το 46% ανήκει στον αγροτικό τομέα. Από τα τέλη της δεκαετίας του '70, η εταιρεία έχει δαπανήσει σχεδόν δύο δις δολάρια στην έρευνα και την ανάπτυξη της γενετικής μηχανικής. Η ίδια προβλέπει ότι οι πωλήσεις της σε γενετικά μεταλλαγμένα προϊόντα θα φθάσει τα 6,6 δις δολάρια το 2005.
Ομως η Monsanto έρχεται από πολύ μακριά. Ισως αυτή η μεγάλη της ιστορία δίνει και κάποια εξήγηση για τον επιθετικό χαρακτήρα της σημερινής της καμπάνιας.
Το 1901 ιδρύθηκε από έναν αυτοδίδακτο χημικό, ο οποίος μετέφερε στις ΗΠΑ τη γερμανική τεχνολογία παραγωγής ενός τεχνητού γλυκαντικού, της ζαχαρίνης.
Τη δεκαετία του '20 η Monsanto αναδεικνύεται σε μια από τις μεγαλύτερες βιομηχανίες χημικών και φαρμάκων της χώρας.
Το 1935 η Monsanto αγοράζει την Swann Chemical Company, η οποία είχε αναπτύξει την τεχνολογία των πολυχλωριωμένων διφαινυλίων (PCB). Πρόκειται για μια ιδιαιτέρως τοξική χημική ένωση, η οποία θεωρείται σήμερα υπεύθυνη για γενετικές ανωμαλίες, για πνευματικές διαταραχές σε βρέφη, για καρκινογένεση και εξασθένηση του ανοσοποιητικού συστήματος. Οι τοξικές παρενέργειες των PCB ήταν γνωστές από τη δεκαετία του '30, όμως η παραγωγή τους απαγορεύτηκε στις ΗΠΑ μόλις το 1976.
Το 1947 ένα γαλλικό φορτηγό πλοίο που φόρτωνε λιπάσματα έξω από τις εγκαταστάσεις της Monsanto στο Γκάλβεστον του Τέξας εξερράγη. Τουλάχιστον 500 νεκροί μετρήθηκαν σ' αυτό που θεωρείται ένα από τα μεγαλύτερα δυστυχήματα στην ιστορία της χημικής βιομηχανίας.
Στα τέλη της δεκαετίας του '40 αρχίζει από την Monsanto η παραγωγή του ζιζανιοκτόνου 2,4,5-Τ. Οπως αποκαλύπτεται μετά από δέκα χρόνια, το υλικό αυτό κατά την έκλυσή του παράγει τη γνωστή δηλητηριώδη διοξίνη.
Από το 1962 ως το 1971 ο στρατός των ΗΠΑ έκανε χρήση του "ζιζανιοκτόνου" Agent Orange στο Βιετνάμ, με στόχο να αποψιλώσουν τη βλάστηση της ζούγκλας που προστάτευε τους Βιετκόνγκ και να καταστρέψουν τη σοδειά τους. Την παραγωγή του ανέλαβαν οι μεγαλύτερες χημικές βιομηχανίες της χώρας, ανάμεσά τους ασφαλώς και η Monsanto. Φυσικά δεν επρόκειτο για απλό ζιζανιοκτόνο, αλλά για ένα ισχυρότατο τοξικό που προκάλεσε άγνωστο αριθμό θυμάτων, όχι μόνο μεταξύ των "εχθρών', αλλά και στον αμερικάνικο στρατό. Πρόκειται για ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα πολέμου της "μεταπολεμικής" περιόδου. Μετά από μακρόχρονο δικαστικό αγώνα, τα δικαστήρια των ΗΠΑ επιδίκασαν το 1984 το ποσό των 180 εκατ. δολαρίων σε 250.000 δικαιούχους και τις οικογένειές τους. Από το ποσό αυτό, το 45% υποχρεώθηκε να πληρώσει η Monsanto, διότι η δική της παραγωγή είχε πολύ υψηλότερες τιμές συγκέντρωσης διοξίνης, από την παραγωγή όλων των άλλων εταιρειών.
Το πρώτο σημαντικό βήμα της Monsanto προς τη βιοτεχνολογία είναι η παραγωγή της αυξητικής ορμόνης για βοοειδή (BGH και BST). Η ορμόνη υποτίθεται ότι σχεδιάστηκε για να αυξάνει το γάλα των αγελάδων, όμως στις ΗΠΑ υπήρχε ήδη πλεόνασμα γάλακτος. Επιστημονικές έρευνες μετά τη χρήση της ορμόνης διαπίστωσαν ότι προκαλείται μαστίτιδα στα ζώα. Μόλις πριν από λίγους μήνες δημοσιεύθηκαν και μελέτες που ενοχοποιούν το γάλα με BGH στην πρόκληση του καρκίνου του προστάτη και του στήθους. Για να πάρει την τελική άδεια του αρμόδιου φορέα, του FDA, το 1994, η εταιρεία φρόντισε να αξιοποιήσει ορισμένα στελέχη του δημόσιου αυτού ελεγκτικού μηχανισμού, τα οποία, κατά σύμπτωση, διατέλεσαν και δικοί της υπάλληλοι.
Το σημαντικότερο μέχρι σήμερα προϊόν της εταιρείας είναι το Roundup, το παρασιτοκτόνο με τις μεγαλύτερες πωλήσεις σ' όλο τον κόσμο. Πρόκειται για το τελευταίο μιας σειράς φυτοφαρμάκων της εταιρείας (ανάμεσά τους και το γνωστό παραθείο, το δηλητήριο που επιδρά στο κεντρικό νευρικό σύστημα του ανθρώπου). Το 1997, μετά από 5 χρόνια αγωγές, η Monsanto υποχρεώθηκε να αποσύρει τις διαφημίσεις της που υποστήριζαν ότι το παρασιτοκτόνο Roundup είναι "βιοδιασπώμενο" και "φιλικό προς το περιβάλλον".
Το απαραίτητο συμπλήρωμα του παρασιτοκτόνου της εταιρείας είναι οι μεταλλαγμένοι σπόροι σόγιας που έχουν ειδικά κατασκευαστεί για να αντέχουν στο Roundup (Roundup-Ready Soybeans, RRS). Η παραγωγή τους προϋποθέτει τη μεταλλαγή των φυσικών σπόρων με τη μεσολάβηση βακτηρίων και ιών. Το δεύτερο βήμα είναι η ανάμιξη της μεταλλαγμένης σόγιας με τη φυσική και η από κοινού προώθησή τους στην αγορά.
Η ολοκλήρωση του σχεδίου παίρνει μορφή με την ανάπτυξη της πιο πρόσφατης τεχνολογίας της Monsanto, της λεγόμενης πατέντας "Terminator" (εξολοθρευτή). Αυτή η τεχνική εξασφαλίζει τη "στειρότητα" των σπόρων της σόγιας που εμπορεύεται η εταιρεία. Οι παραγωγοί που αγοράζουν τα προϊόντα της υποχρεώνονται έτσι να καταβάλλουν κάθε χρόνο το τίμημα για την αγορά των σπόρων, εφόσον δεν είναι δυνατόν να κρατήσουν κάποιο μέρος από τους σπόρους που προκύπτουν από τη δική τους παραγωγή. Η πατέντα "Terminator" είναι αποκαλυπτική για τη στρατηγική των αγροβιομηχανικών κολοσσών. Μέσω της γενετικής μηχανικής ιδιοποιούνται τις δυνατότητες αναπαραγωγής και πολλαπλασιασμού των ζώντων οργανισμών, κάτι που μέχρι σήμερα ήταν κοινό κτήμα της ανθρωπότητας.
Η ιστορία αυτή του αγροβιομηχανικού κολοσσού που κατέχει την πρωτοπορία στις εφαρμογές της γενετικής μηχανικής ίσως είναι χρήσιμη για την πρόβλεψη της συνέχειας. Βρισκόμαστε μπροστά στην εξέλιξη ενός γιγαντιαίου πειράματος, στο οποίο υποχρεωνόμαστε να μετάσχουμε, θέλοντας και μη. Η προοπτική της μονοπώλησης της παγκόσμιας γεωργικής οικονομίας και του απόλυτου ελέγχου του κυκλώματος διατροφής είναι πολύ κοντά μας.
Σύμφωνα με τις έρευνες της κοινής γνώμης που χρηματοδότησε η ίδια η Monsanto, η πλειοψηφία των ευρωπαίων πολιτών διατηρεί τις επιφυλάξεις της και απαιτεί τουλάχιστον να έχει τη δυνατότητα να επιλέξει μεταξύ γενετικά μεταλλαγμένων και φυσικών προϊόντων. Ομως στις ΗΠΑ η υπόθεση της γενετικής μηχανικής έχει ήδη κερδηθεί από τις εταιρείες. Ο ίδιος ο αντιπρόεδρος των ΗΠΑ Αλ Γκορ κάνει δηλώσεις υπέρ του ζιζανιοκτόνου Roundup, και ο πρόεδρος Κλίντον τηλεφωνεί στον βρετανό πρωθυπουργό, για να τον πιέσει να αποδεχθεί την παρουσία της Monsanto στη Βρετανία. Φυσικά τα αισθήματα είναι αμοιβαία. Η εταιρεία δαπάνησε σοβαρά ποσά υπέρ του Κλίντον κατά την προεκλογική καμπάνια του 1996, με τη μορφή του "soft money", δηλαδή νομίμων δωρεών που δεν εμπίπτουν στην απαγόρευση χρηματοδότησης από ιδιωτικές εταιρείες. Από την πλευρά του, ο ευγνώμων πρόεδρος δεν παράλειψε να αναφερθεί ονομαστικά στην εταιρεία και να την επαινέσει κατά τον ετήσιο λόγο του προς το έθνος.
(Ελευθεροτυπία, 31/1/1999)
www.iospress.gr ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ |