ΗΝΩΜΕΝΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ

Αναζητώντας τον "χαμένο εχθρό"

1.   2.   3.

Ο κ. Κλίντον έχει μανία καταδίωξης. Οχι επειδή τον κυνηγούν οι ζηλιάρηδες σύζυγοι των εκάστοτε υπαλλήλων του, αλλά επειδή αυτό επιβάλλει το στρατηγικό δόγμα του Πενταγώνου που βλέπει παντού εχθρούς. Με το αζημίωτο βέβαια.


Ο καημένος ο πλανητάρχης! Την ώρα που οι επιτελείς του πασχίζουν να τον κρατήσουν αμόλυντο από την επικίνδυνη επαφή με τις ποικίλες λαϊκές αντιδράσεις που προκαλεί η περιοδεία του, το μυαλό του τριγυρίζει στους δεκάδες εχθρούς που τον περικυκλώνουν. Δεν εννοούμε τους πάσης φύσεως επίβουλους της ιδιωτικής του ζωής. Αναφερόμαστε σε εχθρούς της εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ.
Ακριβώς την ώρα του μεγάλου θριάμβου της, τη στιγμή δηλαδή που έμεινε χωρίς ισοδύναμο αντίπαλο, η αμερικανική υπερδύναμη ανακάλυπτε ότι απειλείται όσο ποτέ άλλοτε. Κάποιοι νέοι εχθροί, απροσδιόριστοι στην αρχή και εναλλασσόμενοι στη συνέχεια, πήραν τη θέση της παλιάς «σοβιετικής απειλής». Και όσο κι αν τους αντιμετωπίζει η τεράστια στρατιωτική μηχανή των ΗΠΑ, αυτοί, ως νέα Λερναία Υδρα, εξακολουθούν να ξεφυτρώνουν και να την απειλούν.

Εχθροί με την οκά


Στον τελευταίο του ετήσιο λόγο προς το έθνος που εκφώνησε στις 19 Ιανουαρίου 1999 ο πρόεδρος Κλίντον υπήρξε σαφής: «Την ώρα που εργαζόμαστε για την ειρήνη, πρέπει εξίσου να αντιμετωπίσουμε τις απειλές εναντίον της ασφάλειας της χώρας μας και ιδιαίτερα εκείνες που διαρκώς αυξάνονται και προέρχονται από τις τρομοκρατικές ομάδες και τα εκτός νόμου κράτη. Θα υπερασπιζόμαστε την ασφάλειά μας κάθε φορά που απειλείται, όπως κάναμε το καλοκαίρι, όταν επιτεθήκαμε στο τρομοκρατικό δίκτυο του Ουσάμα Μπιν Λάντεν (στο Αφγανιστάν και το Σουδάν)». Τη συνέχεια την είδαμε από κοντά στα Βαλκάνια.
Ακόμα πιο συγκεκριμένος είναι ο "δικός μας", ελληνοαμερικανός διευθυντής της CIA Τζορτζ Τένετ, στην ετήσια έκθεσή του προς τον πρόεδρο: «Σ' αυτή την τελευταία έκθεση του 20ού αιώνα πρέπει να σας αναφέρω ότι οι πολίτες των ΗΠΑ και τα αμερικανικά συμφέροντα απειλούνται σε πολλά μέτωπα και κατά πολλαπλούς τρόπους. Εκείνο που αξίζει να σημειωθεί είναι ο τρόπος που διαπλέκονται τόσα πολλά θέματα και το γεγονός ότι τόσο πολλοί κίνδυνοι αλληλοενισχύονται.» (2.2.1999) Για να τεκμηριώσει την άποψή του, ο Τζόρτζ Τένετ επισημαίνει και «το γεγονός ότι οι εχθρικές προς τις ΗΠΑ χώρες διαθέτουν όλο και περισσότερο μια προχωρημένη τεχνολογία και τη χρησιμοποιούν με ευκολία και ταχύτητα.» Σε μια πολύ πρόσφατη ομιλία του (18.10.1999, Πανεπιστήμιο Τζόρτζτάουν), ο Τένετ πολλαπλασιάζει τις απειλές κάθε είδους και τις απαριθμεί:
«Οι απειλές αυτές δεν με αφήνουν να κοιμηθώ το βράδυ:
- Η διεθνής τρομοκρατία, είτε από μόνη της είτε σε συνδυασμό με τη διακίνηση ναρκωτικών, με διεθνείς εγκληματίες και μ' αυτούς που αναζητούν όπλα μαζικής καταστροφής.
- Η εξάπλωση των χημικών, βιολογικών και πυρηνικών όπλων καθώς και οι πύραυλοι με όλο και μεγαλύτερο βεληνεκές, γεγονός που τους επιτρέπει να φθάνουν όχι μόνο στις δυνάμεις μας που βρίσκονται στη Νότια Κορέα και τον Περσικό Κόλπο, αλλά και στο έδαφος των ΗΠΑ.
- Τα κράτη-κακοποιοί, όπως το Ιράκ και η Βόρεια Κορέα συνεχίζουν να αποτελούν σοβαρές απειλές για τους γείτονές τους, για τη σταθερότητα της περιοχής και για τις αμερικανικές δυνάμεις.
- Αντιμετωπίζουμε μια αυξανόμενη κυβερνο-απειλή. Πιθανοί στόχοι δεν είναι μόνο οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές της κυβέρνησης, αλλά και όλα τα ζωτικά δίκτυα -η διανομή της ηλεκτρικής ενέργειας, το νερό και οι μεταφορές.
- Καθώς αντιμετωπίζουμε όλες αυτές τις αντισυμβατικές απειλές, οφείλουμε να παρακολουθούμε με επιμονή και τις πιο παραδοσιακές πηγές προβλημάτων, δηλαδή τις πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις σε εκρηκτικές περιοχές όπως η Μέση Ανατολή και η Νότια Ασία, και την τροχιά μεγάλων χωρών σε μετάβαση, όπως η Κίνα και η Ρωσία.»
Οι θέσεις αυτές δεν είναι καθόλου θεωρητικές. Μέσα στο τρέχον έτος, η κυβέρνηση Κλίντον ανήγγειλε πολλά μέτρα για την αντιμετώπιση αυτών των ορατών και αοράτων «κινδύνων» και «απειλών». Μέσα στα προσεχή έξι έτη οι στρατιωτικές δαπάνες θα αυξηθούν κατά 40%! Από 274 δισ. δολάρια το 2000, θα φτάσουν τα 331 δισ. το 2005. Πρόκειται για την πρώτη τόσο μεγάλη αύξηση από την αρχή της δεκαετίας του '80.

Η ανάγκη του εχθρού

Ο δρόμος για τους στρατοκράτες του Πενταγώνου δεν ήταν εύκολος μέχρι να φτάσουμε στη σημερινή κατάσταση, όπου ο πρόεδρος Κλίντον έχει την άνεση να εξαγγέλλει τις αυξήσεις αυτές στις δαπάνες για τον εξοπλισμό και να αποστομώνει έτσι τους Ρεπουμπλικάνους που τον αντιπολιτεύονται (και) με το επιχείρημα ότι δεν ενισχύει την εθνική ασφάλεια. Η πολυδιαφημισμένη «νίκη επί του κομμουνισμού» στα τέλη της περασμένης δεκαετίας άφησε το
στρατιωτικό-πολιτικό μηχανισμό των ΗΠΑ χωρίς αντίπαλο. «Ο στρατός μας αυτή τη στιγμή πραγματικά ψυχοψάχνεται», παρατηρούσε ο Λές Ασπιν τον Ιανουάριο του 1990. «Αναζητά μια καινούργια αποστολή». Ο Ασπιν δεν ήταν τυχαίο πρόσωπο: υπήρξε -μεταξύ όλων των στελεχών του Δημοκρατικού Κόμματος- ο πλέον θερμός υποστηρικτής της αύξησης των στρατιωτικών δαπανών. Φυσικά το πρόβλημα δεν ήταν «ψυχολογικό». Το Πεντάγωνο δυσκολευόταν να δικαιολογήσει τον υπέρογκο προϋπολογισμό του, έχοντας να επιδείξει μόνο την επέμβαση στον Παναμά και την αποστολή ενός αεροπλανοφόρου στις ακτές της Κολομβίας με το πρόσχημα του «πολέμου ενάντια στα ναρκωτικά».
Τη μετάβαση σε νέες «απειλές» σημάδεψε η ομιλία του προέδρου Μπους στην Ακαδημία Ακτοφυλακής το Μάιο του 1989: «Το πρόβλημα ασφαλείας που αντιμετωπίζουμε σήμερα δεν προέρχεται μόνο από το ανατολικό στρατόπεδο. Η ανάδυση περιφερειακών δυνάμεων αλλάζει με ταχύτητα το στρατηγικό τοπίο. Πρέπει να ελέγξουμε τις επιθετικές φιλοδοξίες που τρέφουν τα καθεστώτα-αποστάτες.»

Η κολοκυθιά του Πενταγώνου

Αυτή η έννοια του «καθεστώτος-αποστάτη» αποκτά ιδιαίτερη σημασία στις στρατηγικές αναλύσεις της εποχής. Ηδη από την εποχή του Ρίγκαν το Πεντάγωνο είχε αναπτύξει τη θεωρία των Συγκρούσεων Χαμηλής Εντασης (Low Intensity Conflict, LIC), με σκοπό να «συνετίζονται» βιαίως όσα κράτη ενοχλούσαν για οποιοδήποτε λόγο την ηγεμονία των ΗΠΑ. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή είχαν προσανατολιστεί και τα εξοπλιστικά προγράμματα: αεροπλανοφόρα, αμφίβιες μονάδες επίθεσης, μεραρχίες ελαφρού πεζικού, ειδικές δυνάμεις. Παράλληλα, όμως, αναπτύσσονταν και τα πιο εξεζητημένα ψυχροπολεμικά εξοπλιστικά προγράμματα, γνωστά ως «πόλεμος των άστρων», και έτσι δεν κινδύνευαν να μειωθούν τα πολύτιμα κονδύλια.
Η άνοδος του Μπους στην προεδρία συνέπεσε με την εξάλειψη της σοβιετικής απειλής, ως της μόνης Σύγκρουσης Υψηλής Εντασης (High Intensity Conflict, HIC). Ο περιορισμός της απειλής στις μικρές περιφερειακές απειλές ( LIC) δεν δικαιολογούσε με τίποτα τη διατήρηση των στρατιωτικών δαπανών στα υψηλά επίπεδα της διακυβέρνησης Ρίγκαν. Σανίδα σωτηρίας για την οικονομική και πολιτική σταθερότητα του καθεστώτος αποτέλεσε ο πόλεμος στον Περσικό Κόλπο το 1990-91. Εφευρέθηκαν, έτσι, οι Συγκρούσεις Μέσης Εντασης (Mid- Intensity Conflict, MIC). Υπόδειγμα και πρώτη εφαρμογή αυτών των MIC αποτέλεσε το Ιράκ του Σαντάμ Χουσεϊν. Ηδη από τον Δεκέμβρη του 1988 ο τότε διευθυντής της CIA Ουίλιαμ Ουέμπστερ είχε προφητέψει ότι «μέχρι το έτος 2000, τουλάχιστον 15 ανεπτυγμένες χώρες θα είναι σε θέση να παράγουν τους δικούς τους βαλλιστικούς πυραύλους και άλλες 20 θα έχουν χημικά όπλα», προδιαγράφοντας έτσι το λαμπρό μέλλον της θεωρίας των MIC.
Η θεωρία αυτή διατυπώνεται με τον καλύτερο τρόπο στην έκθεση του Κέντρου Στρατηγικών και Διεθνών Μελετών (CSIS) το 1990. Ενώ δεν παραλείπεται η αναφορά στις «ταπεινές» LIC, οι οποίες αναμένεται να είναι οι περισσότερες, το βάρος δίνεται στις MIC: «Η πλέον επικίνδυνη μορφή συμβατικών μαχών στο μέλλον για τις ένοπλες δυνάμεις των ΗΠΑ θα είναι οι MIC, και ιδιαίτερα στη Μέση Ανατολή και στη νοτιοδυτική Ασία.» Αλλά η έκθεση δεν μασά τα λόγια της. Με αφοπλιστική ειλικρίνεια παραδέχεται ότι «το ενδεχόμενο ανάμειξης των ΗΠΑ σε κάποια MIC -σε πόλεμο εναντίον ή μεταξύ ισχυρών περιφερειακών κρατών- θα παράσχει την απαραίτητη νομιμοποίηση για τους στρατιωτικούς προϋπολογισμούς της δεκαετίας του '90».
Περιττό να προσθέσουμε ότι απαραίτητος όρος για την εμπέδωση της θεωρίας ήταν η επένδυση του «εχθρού» με συγκεκριμένα ιδεολογικά χαρακτηριστικά, που θα τον αναγορεύσουν σε απόλυτο αντίπαλο, για να αποκατασταθεί η μανιχαϊκή βεβαιότητα της εποχής του Ψυχρού Πολέμου. Η «επιτυχία» του Πολέμου στον Κόλπο ως πολέμου-πρότυπο για τις επερχόμενες συγκρούσεις στηρίχθηκε και στο γεγονός ότι ο αντίπαλος μπορούσε να θεωρηθεί ως εκπρόσωπος μιας πολύ ευρύτερης απειλής: του «ισλαμικού φονταμενταλισμού» και του «παναραβισμού». Η υπόθεση μπερδεύεται βεβαίως, διότι οι ΗΠΑ δεν θα ήθελαν με κανένα τρόπο να θίξουν τους παραδοσιακούς τους συμμάχους (Σαουδική Αραβία, Κουβέιτ, Μαρόκο), οι οποίοι χρηματοδοτούν και ενισχύουν τα ισλαμικά κινήματα στην Αίγυπτο, την Ιορδανία, την Αλγερία, την Τυνησία, το Σουδάν και την Παλαιστίνη. Οι προπαγανδιστές της θεωρίας υποχρεώθηκαν να καταφύγουν στις λεπτές αναλύσεις του καθηγητή Χάντιγκτον, όπου ο εχθρός της Δύσης (δηλαδή της Αμερικής κατά κύριο λόγο) αναζητείται στους άλλους πολιτισμούς. Το προσόν αυτής της θεώρησης είναι ότι μπορεί να συμπεριλάβει στην ίδια επιχειρηματολογία τον εχθρό Σαντάμ και τον εχθρό Μιλόσεβιτς.

Ο άξιος συνεχιστής


Ο Κλίντον, όχι μόνο δεν ανέτρεψε την πολιτική των προκατόχων του, αλλά κατόρθωσε να τους υπερκεράσει, ανακαλύπτοντας -και κατατροπώνοντας- και νέους εχθρούς. Πρώτη του δουλειά, μόλις εκλέχθηκε πρόεδρος- ήταν να τοποθετήσει στα πιο κρίσιμα πόστα τρία γνωστά «γεράκια» του κόμματός του: ο Λές Ασπιν, στον οποίο αναφερθήκαμε πιο πάνω, ανέλαβε το υπουργείο Αμύνης, ο καθηγητής Αντονι Λέικ ορίστηκε σύμβουλος του προέδρου επί ζητημάτων εθνικής ασφάλειας, και ο Τζέιμς Γούλσι επικεφαλής της CIA. Και οι τρεις υπήρξαν οι πιο ένθερμοι υποστηρικτές της αύξησης των στρατιωτικών δαπανών και είχαν δημόσια εκφραστεί υπέρ των πιο σκληρών επεμβάσεων των ΗΠΑ σε «περιοχές κρίσης», όπως τα Βαλκάνια. Ο Γούλσι ανέλαβε να εξηγήσει στη Γερουσία, ότι με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου «ο αριθμός και η πολυπλοκότητα των πολύ σοβαρών απειλών της εθνικής μας ασφάλειας δεν μειώθηκαν, αλλά πολλαπλασιάστηκαν.»
Στην περίοδο διακυβέρνησης Κλίντον αναπτύσσεται το δόγμα των κρατών-κακοποιών. Η θεωρία αυτή είχε αναπτυχθεί για πρώτη φορά στα τέλη του 1989 από τον στρατηγό Κόλιν Πάουελ, στην προσπάθειά του να ανακαλύψει μια νέα νομιμοποίηση για τη διατήρηση της στρατιωτικής υπερδύναμης των ΗΠΑ. «Η σοβιετική αυτοκρατορία», δηλώνει ο Πάουελ, «έχει αντικατασταθεί από κάτι πολύ διαφορετικό, από ένα Ιράκ, από μια Κορέα, και από άλλους δαίμονες και κινδύνους περιφερειακού χαρακτήρα.» Και σε μια στιγμή αυτοκριτικού πανικού ομολογεί: «Για σκεφτείτε το. Εχω ξεμείνει από δαίμονες. Εχω ξεμείνει από καθάρματα. Δεν μού 'χει μείνει παρά μόνο ο Κάστρο και ο Κιμ Ιλ Σουνγκ.» (Army Times, Απρίλιος 1991). Στο δόγμα των κρατών-κακοποιών ανακάλυψε ο στρατηγός το αντίδοτο αυτής της έλλειψης.
Η προφανής αρετή της νέας θεωρίας ήταν ότι μπορούσε πολύ εύκολα να γίνει προπαγανδιστικό χαρτί μαζικής κλίμακας, σε συνδυασμό με την ταύτιση κρατών και ηγετών-κακοποιών. Η δαιμονοποίηση των ηγετών των κρατών αυτών είχε ήδη αποδώσει καρπούς στις περιπτώσεις του Σαντάμ, του Καντάφι, κλπ. Το δόγμα τελειοποιήθηκε (με την εμπειρία του Πολέμου στον Κόλπο) μετά την εκλογή Κλίντον. Ο Πάουελ συνεργάστηκε με τον Ασπιν για την αναθεώρηση της στρατηγικής των ΗΠΑ και από το 1994 το δόγμα των κρατών-κακοποιών βρίσκεται στο απόγειό του.
Φυσικά και αυτή η θεωρία -ως εγκεφαλική κατασκευή- είχε τα αδύνατα σημεία της. Η εφαρμογή της, καταρχήν, προκάλεσε σχετική απομόνωση των ΗΠΑ από τους συμμάχους τους. Αλλά και τα περίφημα κακοποιά κράτη δεν αποδείχθηκαν και τόσο κακοποιά, για να δικαιολογήσουν τέτοια κινητοποίηση εναντίον τους. Ούτε η Λιβύη ούτε η Βόρεια Κορέα διέπραξαν κάποιο «έγκλημα» αυτή την περίοδο. Αντιθέτως, η Ινδία και το Πακιστάν προχώρησαν σε πυρηνικές δοκιμές το Μάιο του 1998. Και καμιά απ' τις δυο αυτές χώρες δεν περιλαμβάνεται στον κατάλογο των «κακοποιών» που έχει συντάξει το Πεντάγωνο.
Αφού ξέφτισε και το δόγμα των κακοποιών κρατών, οι εγκέφαλοι του Πενταγώνου αναζητούν ήδη τρόπους να ανανεώσουν τις στρατηγικές τους θεωρήσεις. Εχουν προταθεί ήδη δύο διακριτές θεωρίες:
- Η απειλή από ισοδύναμο ανταγωνιστή. Πρόκειται για αναβίωση της διπολικής εποχής και του Ψυχρού Πολέμου. Στο ρόλο της νέας υπερδύναμης που θα αντικαταστήσει την απειλή της ΕΣΣΔ προτείνονται η Κίνα, η Ρωσία, ακόμα και η Ινδία. Φυσικά κανείς δεν υποστηρίζει ότι αυτές οι δυνάμεις θα ανταγωνιστούν σε πλανητικό επίπεδο τις ΗΠΑ. Οι εμπνευστές της θεωρίες μιλούν για αμφισβήτηση της ηγεμονίας των ΗΠΑ σε μάχες που θα γίνουν στις περιοχές των χωρών αυτών.
- Το μοντέλο του «παγκόσμιου χωροφύλακα». Πρόκειται για κάτι που ήδη γίνεται, αλλά οι υποστηρικτές αυτής της θεωρίας εισηγούνται την πλήρη υποκατάσταση του ΟΗΕ και την ανάληψη δράσης των ΗΠΑ σε κάθε μορφής και μεγέθους κρίση.
Το συμπέρασμα είναι ότι αυτή η αίσθηση «περικύκλωσης» που κατασκεύασαν τα στρατοκρατικά «θινκ τανκς» της δεκαετίας που τελειώνει, υπήρξε ο αναγκαίος όρος για τη διατήρηση των υψηλών κονδυλίων για τις ένοπλες δυνάμεις των ΗΠΑ. Ανεξάρτητα από την πολυδιαφημισμένη αποτελεσματικότητα των νέων όπλων -αποτελεσματικότητα που αμφισβητείται στην πράξη από το δεδομένο ότι ο πόλεμος στο Ιράκ διανύει ήδη τον ένατο χρόνο του- η ουσία της ανάδειξης των νέων εχθρών είναι άλλη: επιτρέπει στις ΗΠΑ να διατηρήσουν την ίδια οικονομική δομή, στηριζόμενες στην ανάπτυξη της μεγαλύτερης και πιο επιθετικής στρατιωτικής μηχανής που γνώρισε ποτέ ο κόσμος. Οσο για τους «εχθρούς», αυτοί θα ανακαλύπτουν ότι βρέθηκαν στο στόχαστρο της υπερδύναμης, ανάλογα με τις ανάγκες της αμερικανικής συγκυρίας, ακόμα κι αν δεν έκαναν τίποτα που θα τους κατέτασσε στην κατηγορία των «κακοποιών».

(Ελευθεροτυπία, 14/11/1999)

 

www.iospress.gr                                   ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ