ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΚΑΝΙΒΑΛΙΣΜΟΥ
Την "έφαγε", λέει με τα μάτια του. Μα ήταν πολύ "νόστιμη", άξιζε "να την
πιεις στο ποτήρι". Αλλά και τα δικά του μάγουλα ήταν "βερίκοκο" και τα χείλη "πετροκέρασο". Η μεταφορική αυτή συσχέτιση του ανθρώπινου σώματος με βρώσιμες λιχουδιές δεν είναι καινούρια. Μόνο που οι μακρινοί μας πρόγονοι, όταν "νοστιμεύονταν" τους συνανθρώπους τους, δεν έμεναν στα λόγια
Κρύβουμε όλοι μέσα μας έναν καταπιεσμένο κανίβαλο; Το βασανιστικό ερώτημα επανέρχεται κατά τακτά διαστήματα, γυρεύοντας μια τελεσίδικη απάντηση που θα απάλλασσε την ανθρωπότητα από την αποτρόπαιη υποψία. Και κάθε φορά η συζήτηση αναζωπυρώνεται, καθώς πολλοί -συνήθως μη ειδικοί- εμφανίζονται έτοιμοι να κατακεραυνώσουν όσους προσκομίζουν νέα στοιχεία για το κανιβαλικό παρελθόν της ανθρωπότητας ή τις όχι και τόσο σπάνιες σύγχρονες επιβιώσεις του. Θα μπορούσαμε να ανατρέξουμε στους πρωτοσέλιδους εξορκισμούς που συνόδευσαν την υπόθεση Σεχίδη (Αύγουστος 1996) για να διαπιστώσουμε ότι ο συλλογικός μηχανισμός άμυνας που υιοθετείται στις σύγχρονες περιπτώσεις ανθρωποφαγίας είναι ο αυτόματος εξοστρακισμός του κανίβαλου όχι απλώς από το κοινωνικό σώμα αλλά από το ίδιο το ανθρώπινο είδος.
Αντίστοιχες στάσεις παρατηρούνται ακόμη και όταν τα "πειστήρια του εγκλήματος" αφορούν το απώτατο παρελθόν. Παράδειγμα ο σάλος που ακολούθησε την πρόσφατη δημοσίευση των πορισμάτων μιας γαλλοαμερικανικής έρευνας με θέμα τα ευρήματα του γαλλικού σπηλαίου Μουλά-Γκερσί, σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος του Νεάντερταλ δεν προέβαλλε και πολλές ενστάσεις όταν επρόκειτο να γευτεί το κρέας των ομοίων του. Αναλύοντας οστά που τοποθετούνται στο 120.000-100.000, οι γάλλοι και αμερικανοί επιστήμονες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι διαθέτουμε πλέον μια αδιαμφισβήτητη απόδειξη ότι η πρακτική του κανιβαλισμού δεν ήταν άγνωστη στον ευρωπαίο άνθρωπο του Νεάντερταλ. Τα 78 οστά που εντοπίστηκαν στο σπήλαιο προέρχονται από έξι τουλάχιστον ανθρώπους (δύο από τους οποίους παιδιά και δύο έφηβοι) και παρουσιάζουν παρόμοια εικόνα με τα υπολείμματα ζώων που βρέθηκαν δίπλα τους: το κρέας έχει αφαιρεθεί και τα οστά έχουν κοπεί σε κομμάτια για να καταναλωθεί και το περιεχόμενό τους. Οπως εξηγεί ο καθηγητής Αλμπάν Ντεφλέρ του Πανεπιστημίου της Μασσαλίας, παραμένει ασαφές αν η συγκεκριμένη περίπτωση ανθρωποφαγίας οφειλόταν στην ανάγκη της επιβίωσης ή εντασσόταν σε κάποιου τύπου τελετουργία, ο φυσικός ωστόσο πλούτος της περιοχής οδηγεί μάλλον στη δεύτερη υπόθεση ("Science", 1/10/1999).
Η συζήτηση χρονολογείται τουλάχιστον από τα τέλη του προηγούμενου αιώνα, όταν στην Κραπίνα της Κροατίας ανακαλύφθηκαν ανθρώπινα οστά που έφεραν ίχνη κοπής πανομοιότυπα με εκείνα που σώζονταν πάνω στα οστά ζώων που βρέθηκαν στο ίδιο σημείο. Από τότε, ο κανιβαλισμός του ανθρώπου του Νεάντερταλ αποτελεί αντικείμενο μιας διαμάχης που αναθερμαίνεται με κάθε επόμενο "ύποπτο" εύρημα. Στα 1939, για παράδειγμα, ένα ανθρώπινο κρανίο τοποθετημένο σε ένα μικρό λίθινο δακτύλιο που εντοπίστηκε στην Ιταλία θεωρήθηκε από ορισμένους μία ακόμη ένδειξη ανθρωποφαγίας (το κεφάλι είχε αποκοπεί από το σώμα και ο εγκέφαλος είχε αφαιρεθεί), ενώ για κάποιους άλλους το κεφάλι είχε απλώς κατασπαραχθεί από ζώο, πιθανότατα ύαινα. Πρόσφατα, η Χάιντι Πέτερ-Ρέχερ επιχείρησε να αντικρούσει την άποψη του Οτο Κούνκελ, σύμφωνα με την οποία τα κατά πολύ νεότερα (περί το 6.000) οστά που εντοπίστηκαν το 1952 σε σπήλαιο του Μπάμπεργκ προδίδουν πρακτική κανιβαλισμού. Κατά την άποψη της γερμανίδας αρχαιολόγου, άγνωστα ταφικά έθιμα παρασύρουν έγκυρους επιστήμονες σε υποθέσεις που δεν έχουν την παραμικρή σχέση με την πραγματικότητα, καθώς πηγάζουν από τις προσωπικές τους προκαταλήψεις και όχι από τα δεδομένα της έρευνας. Πρώιμα δείγματα αυτής της τάσης, υποστηρίζει η Πέτερ-Ρέχερ, συναντούμε στους αρχαίους Ελληνες που απέδιδαν σε άγνωστους μακρινούς λαούς τη συνήθεια του κανιβαλισμού, αλλά και σε κατά πολύ μεταγενέστερους διανοούμενους, όπως ο Χέγκελ, που θεωρούσε ανθρωποφάγους τους μαύρους πληθυσμούς της Αφρικής. ("Der Spiegel", 19/2/1996).
Κανίβαλοι και "πολιτισμένοι"
Δεν είναι, λοιπόν, μόνον οι ανθρωποφαγικές συνήθειες του ανθρώπου του Νεάντερταλ που προκαλούν τις τόσο έντονες διαφωνίες ειδικών και μη. Αντιρρήσεις συνοδεύουν κάθε αναφορά στον κανιβαλισμό, ανεξάρτητα αν πρόκειται για τους ακόμη αρχαιότερους προγόνους του ανθρώπου από την Αιθιοπία, για κάποια φυλή Ινδιάνων της αμερικανικής ηπείρου, για τους παλαιότερους κατοίκους των νησιών Φίτζι ή για τον σχεδόν σύγχρονο πληθυσμό του Βόρνεο. Πολλές φορές, οι ενστάσεις αντλούν τα επιχειρήματά τους από ένα πειστικό αντιρατσιστικό λεξιλόγιο, μετατρέποντας σε δόγμα μια κατά τα λοιπά ορθή παρατήρηση: Η εξελικτική κοινωνική θεωρία έχει κατασκευάσει μια πυραμίδα, στη βάση της οποίας τοποθετούνται οι "πρωτόγονοι" λαοί, ενώ οι "εξελιγμένοι" ευρωπαϊκοί λαοί καταλαμβάνουν δικαιωματικά την κορυφή της. Σύμφωνα με την άκαμπτη αυτή ιεράρχηση, ο κανιβαλισμός συνιστά μία από τις θεσμικές συνιστώσες του "πρωτογονισμού", υποδεικνύοντας εμμέσως πλην σαφώς ότι οι κοινωνίες που τον ασκούν οφείλουν αυτομάτως να τοποθετηθούν εκτός (πολιτισμένης) ανθρωπότητας.
Ενα παράδειγμα: οι άποικοι που αποβιβάστηκαν στις ακτές της Αυστραλίας τον 19ο αιώνα δεν ήταν οπλισμένοι μόνο με ντουφέκια και Βίβλους. Κουβαλούσαν μαζί τους και τις προκατασκευασμένες αντιλήψεις τους για τους "βαρβάρους" που θα συναντούσαν και ήταν εκ των προτέρων πεισμένοι για τις κανιβαλικές πρακτικές τους. Ανθρωποι χωρίς την παραμικρή εξοικείωση με τις μεθόδους της εθνογραφίας, οι άποικοι θεωρούσαν δεδομένο τον κανιβαλισμό των αυτοχθόνων. Ηταν, επομένως, έτοιμοι να τον διαγνώσουν - κι αν όχι, να τον πλάσουν με τη μαρτυρία τους.
Αν όμως η ματιά των δυτικών ανθρώπων πάνω τους "νέους κόσμους" που ανακάλυπταν είναι πράγματι αναξιόπιστη, εξίσου προβληματική αποδεικνύεται και η βιασύνη με την οποία κάποιοι σπεύδουν να της αποδώσουν όλες τις ευθύνες για την κατασκευή του "μύθου" περί ύπαρξης ανθρωποφαγικών κοινωνιών. Φαίνεται πως ο κανιβαλισμός ενοχλεί τόσο ώστε να μοιάζει δελεαστική κάθε απόπειρα "ορθολογικής" εξήγησής του ή, ακόμη καλύτερα, απάλειψής του από την ιστορία, όσο αστήρικτη κι αν είναι. Μια ιδιαίτερα διαφωτιστική ερμηνεία του φαινομένου προτείνει ο ελληνιστής Πιερ Βιντάλ-Νακέ: Εξετάζοντας τους μηχανισμούς που οδηγούν στην άρνηση του Ολοκαυτώματος, ο Βιντάλ-Νακέ στέκεται για λίγο σε δύο σύγχρονες -αντιθετικές, αλλά απολύτως συμμετρικές- θεωρίες του κανιβαλισμού. Στην πρώτη, διατυπωμένη στα 1978 από τον Μάρβιν Χάρις στο βιβλίο του "Κανίβαλοι και Βασιλιάδες: Η καταγωγή των πολιτισμών", ο κανιβαλισμός ερμηνεύεται ως άμεση συνέπεια της φυσικής ανάγκης του ανθρώπου για πρωτεϊνες. Χοντροκομμένα υλιστική η άποψη, δέχθηκε εξαρχής τα πυρά όσων αρνούνταν να παραχαράξουν τα πλούσια εθνογραφικά δεδομένα, εκείνα για παράδειγμα που αφορούν τις τελετουργικές ανθρωποθυσίες των Αζτέκων του 16ου αιώνα, υπάγοντάς τα στο γενικευτικό όσο και απλουστευτικό ερμηνευτικό κλειδί της "ικανοποίησης υλικών αναγκών".
Αλλά αν οι κανίβαλοι δεν έτρωγαν ανθρώπους για να τραφούν, τότε δύσκολα μπορούμε να αντιληφθούμε τους λόγους που τους ωθούσαν στην πράξη που οι δικοί μας αξιακοί κώδικες θεωρούν ασύμβατη με την ανθρώπινη ιδιότητα. Στην αμηχανία αυτή έρχεται να δώσει μια κάποια λύση η δεύτερη θεωρία, σύμφωνα με την οποία οι κανίβαλοι δεν υπήρξαν ποτέ και συνιστούν έναν ακόμη μύθο της δυτικής σκέψης. Εμπνευστής της ο Ου. Αρενς ("Ο μύθος της ανθρωποφαγίας", 1979), ο οποίος στο βιβλίο του αφηγείται διά μακρών τη διαδικασία που τον οδήγησε στο "συναρπαστικό" εύρημα: ξεκίνησε πιστεύοντας, υποτίθεται, ότι η ανθρωποφαγική πρακτική υπήρξε τρέχουσα στην ιστορία της ανθρωπότητας, αλλά σύντομα διαπίστωσε ότι η σχετική εθνογραφική φιλολογία βασίζεται σε ασαφείς πληροφορίες, αναπαράγοντας μαρτυρίες από τρίτο χέρι. Στη συνέχεια δημοσίευσε -ματαίως- αγγελίες γυρεύοντας έστω και έναν αυτόπτη μάρτυρα, αλλά αντ' αυτού του παρουσιάστηκε ο Ερβιν Φρανκ, ένας νεαρός γερμανός ερευνητής, που τον διαβεβαίωσε ότι είχε αποδελτιώσει όλη τη βιβλιογραφία για τους Ινδιάνους του Αμαζονίου από τον 16ο ως τον 20ό αιώνα και ότι δεν βρήκε ούτε μία μαρτυρία από πρώτο χέρι που να αναφέρεται σε κάποιο περιστατικό κανιβαλισμού. Το συμπέρασμά του ήταν το αναμενόμενο: η ανθρωποφαγία είναι μια εφεύρεση των κατακτητών για να δικαιολογήσουν τις βιαιότητές τους κατά των κατακτημένων.
Παρά το γεγονός ότι η θεωρία του Αρενς εύκολα αποδεικνύεται εξίσου χονδροειδής με την αντίθετή της, εκείνη που ερμηνεύει τον κανιβαλισμό ως έλλειψη πρωτεϊνών, η θερμή υποδοχή που της επιφυλάχθηκε υποδηλώνει την υπόρρητη ανάγκη των πολλών να καταδικάσουν στην ανυπαρξία επώδυνα γεγονότα, φαινόμενα και καταστάσεις. Δεν χρειάζεται να πάμε μακριά: μηχανισμούς αντίστοιχους με εκείνους που οδήγησαν στην αναθεώρηση του κανιβαλισμού έμελλε να θέσουν σε εφαρμογή και οι αρνητές του Ολοκαυτώματος.
Πέρα από τις διχοτομίες
Υπάρχουν, ωστόσο, και προσεγγίσεις της ανθρωποφαγίας που υπερβαίνουν τις απλουστευτικές διχοτομίες (κανίβαλος/άνθρωπος, πρωτογονισμός/πολιτισμός) και προτείνουν μια πιο ψύχραιμη ανάγνωσή της. Αρκεί να θυμηθούμε τις σχετικές παρατηρήσεις του Κλοντ Λεβί-Στρος στο έργο του "Θλιβεροί Τροπικοί" (1955, έλλην. έκδοση Χατζηνικολή 1979), για να αντιληφθούμε ότι υπάρχουν πολλοί τρόποι για να αντιμετωπίσει κανείς το ζήτημα του κανιβαλισμού. Εξετάζοντας τις μορφές ανθρωποφαγίας που ονομάζει "ηθελημένες", αυτές δηλαδή που δεν οφείλονται στην πείνα αλλά σε αιτίες μυστικιστικές, μαγικές ή θρησκευτικές, ο πρωτοπόρος γάλλος ανθρωπολόγος υποστηρίζει ότι οι τύποι αυτοί του κανιβαλισμού βασίζονται σε πεποιθήσεις που, σε τελική ανάλυση, είναι της ίδιας φύσης με τις πεποιθήσεις εκείνων που τις θεωρούν ηθικά καταδικαστέες: την πίστη στην ανάσταση του σώματος, καθώς και στην ύπαρξη ενός ειδικού δεσμού μεταξύ ψυχής και σώματος. Εκτός αυτού, η κατανάλωση μέρους από το σώμα ενός προγόνου ή ενός εχθρού, πράξη που επιτρέπει στον ζωντανό την εν-σωμάτωση των ιδιοτήτων του νεκρού, δεν δηλώνει μεγαλύτερη περιφρόνηση προς τη μνήμη του πεθαμένου από εκείνη που ο πολιτισμός μας επιδεικνύει στα τόσο συνήθη και αυτονόητα μαθήματα ανατομίας.
Εκείνο, επομένως, που οφείλει ο σύγχρονος δυτικός άνθρωπος να αντιληφθεί είναι ότι κάποιες από τις δικές του συνήθειες θα φάνταζαν στα μάτια ενός παρατηρητή από μια διαφορετική κοινωνία τόσο εξωφρενικές όσο η ανθρωποφαγία φαίνεται εξωφρενική στα δικά μας μάτια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν για τον Λεβί-Στρος τα δυτικά σωφρονιστικά ήθη: "Μελετώντας τα πράγματα 'από τα έξω', θα είχαμε την τάση να αντιπαραθέσουμε δύο τύπους κοινωνιών. Αυτές που εφαρμόζουν την ανθρωποφαγία, που βλέπουν δηλαδή στην καταβρόχθιση ορισμένων ατόμων που κατέχουν επίφοβες δυνάμεις το μόνο τρόπο για να τις εξουδετερώσουν ή ακόμη και να τις οικειοποιηθούν, και τις κοινωνίες εκείνες που, όπως η δική μας, έχουν υιοθετήσει αυτό που θα ονομάζαμε ανθρωπέμεση (από το ελληνικό ρήμα εμώ). Απέναντι στο ίδιο πρόβλημα, αυτές οι κοινωνίες διάλεξαν την αντίστροφη λύση που συνίσταται στην έξωση από το κοινωνικό σώμα αυτών των επίφοβων υπάρξεων που παραμένουν έτσι, προσωρινά ή οριστικά, απομονωμένες, χωρίς επαφή με την ανθρωπότητα, σε ιδρύματα που προορίζονται γι' αυτόν το σκοπό. Στις περισσότερες από τις κοινωνίες που ονομάζουμε πρωτόγονες, μια τέτοια συμπεριφορά θα προξενούσε βαθιά φρίκη. Θα μας παρουσίαζε στα μάτια τους τόσο βάρβαρους όσο μας φαίνονται εμάς εκείνοι, εξαιτίας των συμμετρικά ανάλογων δικών τους συμπεριφορών".
Ο κανιβαλισμός, επομένως, μπορεί να γίνει κατανοητός και με τρόπους που απέχουν πολύ από τις αφελείς ηθικολογικές κραυγές εκείνων που προσπαθούν να τον σβήσουν από την ιστορία της ανθρωπότητας. Σύγχρονες ανθρωπολογικές και αρχαιολογικές έρευνες διακρίνουν τις διαφορετικές μορφές του, συγκροτούν την τυπολογία του και προτείνουν ένα θεωρητικό πλαίσιο μέσα στο οποίο η ανθρωποφαγική πρακτική αποκτά νέες, άγνωστες ίσαμε πρόσφατα, σημασίες. Σε μια πρόσφατη μελέτη με θέμα τα ταφικά έθιμα στις κοινωνίες του Αιγαίου την Εποχή του Χαλκού, οι ενδείξεις για ενδοκανιβαλισμό που βασίζονται σε ταφικά ευρήματα (οστά, αγγεία, σκεύη) από την Αγία Κυριακή, τη Λέρνα, τον Μόχλο και αλλού, νοηματοδοτούνται μέσα σε μια ευρύτερη ερμηνευτική οπτική, σύμφωνα με την οποία η κατανάλωση τροφής και ποτού δεν αποτελεί απλώς μια βιολογική λειτουργία, αλλά και μια διαδικασία που κατασκευάζει την κοινωνική ταυτότητα των ατόμων. Η προσέγγιση προϋποθέτει τη στενή συσχέτιση τροφής και θανάτου: μεταξύ άλλων, το φαγητό λειτουργεί ως μεταφορά του θανάτου, καθώς οι άνθρωποι "αναλώνονται" από το θάνατο, αφανίζονται όπως εξαφανίζονται το φαγητό και το ποτό στη διάρκεια ενός νεκρικού συμποσίου (Yannis Hamilakis, "Eating the Dead...").
Ανθρωπινό κρέας μου μυρίζει
Στο μεταξύ, οι ανθρωπολόγοι επιχειρούν από καιρό να "ταξινομήσουν" τα είδη του κανιβαλισμού: ο εξωκανιβαλισμός, η ανθρωποφαγία που αφορά το πτώμα του ξένου, του εκτός της ομάδας (οικογένειας, φυλής κ.ο.κ.), συνδυάζεται συνήθως με πολεμικές πρακτικές. Στην περίπτωση αυτή, το θύμα είναι ο εχθρός, αλλά και γέροι, γυναίκες και παιδιά που αρπάχθηκαν ή σκοτώθηκαν την ώρα της επίθεσης. Το διακύβευμα είναι εδώ η καταστροφή του αντιπάλου μέσα από την οικειοποίηση ή την ενσωμάτωσή του: είτε τον τρώνε στη διάρκεια ενός κανιβαλικού γεύματος είτε τον υιοθετούν και τον εντάσσουν στην κοινωνία τους. Τη διαδικασία αυτή ακολουθούσαν οι Ιροκέζοι, αντικαθιστώντας τους νεκρούς τους μέσω της φυσικής ή κοινωνικής ενσωμάτωσης των αιχμαλώτων τους. Από πολλούς θεωρήθηκε ότι ο εξωκανιβαλισμός στόχευε κυρίως στη μεταβίβαση της ζωικής δύναμης του νεκρού στον ζωντανό μέσα από την κατανάλωση της σάρκας του. Καθώς, όμως, το θύμα δεν διέθετε πάντοτε κάποιες εξαιρετικές ιδιότητες, ορισμένοι πιστεύουν ότι η κανιβαλική τελετουργία αναφέρεται σε έναν ακόμη πιο θεμελιώδη μύθο, εκείνον που αφορά τη δημιουργία του ανθρώπου και τη διαιώνισή του. Οπως η Θεία Ευχαριστία συμβολίζει την αναγέννηση του ανθρώπου μέσα από την μετάληψη του ψωμιού και του κρασιού-σώματος του Κυρίου, έτσι και με το ανθρωποφαγικό γεύμα κάθε άτομο συμμετέχει στην αναγέννηση της ομάδας του.
Από την άλλη πλευρά, ο ενδοκανιβαλισμός συνιστά συνήθως την υποδοχή/ενσωμάτωση από τους απογόνους των καλύτερων στοιχείων που διέθετε ο νεκρός τους. Εκτός αυτού, η συγκεκριμένη τελετουργία τιμούσε το νεκρό, επιτρέποντάς του να επιβιώνει μέσα στο σώμα των δικών του. Οι Φατακάλα, για παράδειγμα, έτρωγαν τους νεκρούς τους για να τους προφυλάξουν από τα κακά πνεύματα. Εκείνο, ωστόσο, που έχει ενδιαφέρον είναι ότι όλες αυτές οι μορφές κανιβαλισμού υπήκουαν σε αυστηρούς κανόνες, οι οποίοι καθόριζαν την ακριβή τελετουργία του φαγητού. Μακρινό απόηχο της αρχαϊκής αυτής ανάγκης θυμίζει η στάση των θυμάτων του πασίγνωστου αεροπορικού δυστυχήματος στις Ανδεις (1972) που, αποκλεισμένοι επί βδομάδες στα χιονισμένα βουνά, αναγκάστηκαν να φάνε τους νεκρούς συνεπιβάτες τους: προτού ξεκινήσουν το κανιβαλικό τους γεύμα, οι επιζώντες συμφώνησαν να μοιράσουν ακριβοδίκαια την τροφή, να μη φάνε κρέας γυναίκας ή συγγενή και να μη νιώσουν την παραμικρή ευχαρίστηση τρώγοντας. Ταυτόχρονα, επιχείρησαν να αποενοχοποιηθούν με εκτενείς αναφορές στη μετάληψη, τις μεταμοσχεύσεις οργάνων και την υποχρέωσή τους να μην υποπέσουν στο αμάρτημα της αυτοκτονίας.
Σήμερα, η ανθρωποφαγία και η αιμομιξία θεωρούνται από άποψη ψυχαναλυτική τα δύο ισχυρότερα ταμπού, η συνάρθρωση των οποίων οργανώνει τόσο το κοινωνικό πεδίο όσο και τον ψυχισμό των ατόμων. Στο σχήμα αυτό, η απαγόρευση της ανθρωποφαγίας αναλαμβάνει να οριοθετήσει την κοινωνία από τον "έξω κόσμο", το σύμπαν των "βαρβάρων", που βρίσκεται πάντοτε κάπου μακριά - στο χρόνο ή στο χώρο. Να θυμηθούμε εδώ τη "θυσία του αίματος" που τόσο συχνά δικαιολόγησε και στον ελληνικό χώρο τα πογκρόμ κατά των Εβραίων: η διάδοση της φήμης ότι οι Εβραίοι δολοφονούν δήθεν παιδιά για να χρησιμοποιήσουν το αίμα τους στην παρασκευή των αζύμων του Πάσχα αρκούσε για να τους αφαιρέσει το δικαίωμα της συνύπαρξης με τους χριστιανικούς πληθυσμούς. Ετσι, κάθε φορά που κάποιος σύγχρονος "πρωτόγονος" τολμά να δοκιμάσει την απαγορευμένη απόλαυση, η κοινωνία εμφανίζεται αρραγής και αποφασισμένη: ο εγκλεισμός/εξαφάνιση του ακατονόμαστου παραβάτη ισοδυναμεί με την άμεση αποπομπή του στον κόσμο των βαρβάρων.
Αν όμως ο κανιβαλισμός αποτελεί παρελθόν για την ανθρωπότητα, οι συμβολικές επιβιώσεις του παραμένουν παρούσες, σαφείς υπομνήσεις μιας ανατριχιαστικής ιστορίας που συνεχίζει να έλκει και να απωθεί τους "πολιτισμένους" σημερινούς ανθρώπους, κρεοφάγους και μη. Δεν είναι μόνον οι σχετικές νύξεις που τόσο συχνά συναντά κανείς στα κείμενα, ξεκινώντας από την αρχαία ελληνική γραμματεία και φθάνοντας στους πιο σύγχρονους συγγραφείς. Ούτε η προκλητική -φραστική, προφανώς- χρήση της ανθρωποφαγίας από κάποια κινήματα που την αναγόρευσαν σε μπαϊράκι της πιο ριζικής κοινωνικής ανατροπής. Είναι, κυρίως, τα αναρίθμητα ανέκδοτα με τους πειναλέους ανθρωποφάγους και οι πάντοτε δημοφιλείς ταινίες με τους δράκουλες και τα βαμπίρ. Αλλά και μερικά από τα πιο ανθεκτικά στο χρόνο παραμύθια, καθώς και εκείνο το παιδικό τραγουδάκι με το καράβι
που "ήταν αταξίδευτο" και ο κλήρος θα αποφάσιζε για το "ποιος θα φαγωθεί". Οέ, οέ, οέ, οέ...
(Ελευθεροτυπία, 5/12/1999)
www.iospress.gr ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ |